Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

Το μαχαίρι της σφαγής, τ’ ακόνι της υπομονής και το κερί τ’ αμάλαχτο



Ήταν ένας πλούσιος οπού είχε μια τσιούπρα, και κάθουνταν και κεντούσε στο παραθύρι. Κι εκεί που κεντούσε, πέρασ’ ένα πουλί και της είπε· «Tι κεντάς και τι χρυσώνεις; άντρα πεθαμένο θα πάρεις». Τότες κλαίγοντας πάει η τσιούπρα στον πατέρα της και του λέει όσα της είπε το πουλί. Κι ο πατέρας της τής είπε: «Πουλί είναι κι ας λαλεί!» Πήγαινε πάλι πολλές φορές το πουλί στο παραθύρι και της ήλεγε τα ίδια, κι η τσιούπρα πήγαινε στον πατέρα και του ήλεγε, όσα του είπε και πρώτα. Και μια φορά που ήταν με τις συνομήλικές της όξου κι έπαιζε, τις έπιασε μια βροχή, και πήγαν και στάθηκαν αποκάτου στη σκεπή ενούς σπιτιού που ήταν εκεί σιμά, κι εκεί που στέκουνταν, άνοιξ’ η πόρτα κι αυτή μπήκε μέσα, και πάλι έκλεισ’ η πόρτα μοναχή της. Κι εκεί που κάθουνταν μοναχή της, περβατούσε τους οντάδες με την αράδα, κι εκεί σ’ έναν οντά ήβρ’ ένα βασιλόπουλο πεθαμένο, κι είχε ένα χαρτί στο χέρι του γραμμένο, και το ανάγνωσε κι είδε, που έγραφε: «Όποιος έρθει δω και καθίσει και μείνει τρεις εβδομάδες, τρεις μέρες και τρεις ώρες χωρίς να κοιμηθεί, εγώ θα σηκωθώ· κι αν είναι άντρας, θα τον κάνω βεζίρη μου, κι αν είναι γυναίκα, θα την πάρω γυναίκα μου». Τότες αυτή σαν ανάγνωσ’ έτσι, έκατσε τρεις εβδομάδες και τρεις μέρες χωρίς να κοιμηθεί κι ύστερα είδε αποκάτου μια γύφτισσα, και την ανέβασε απ’ το παραθύρι και της είπε: «Kάτσε εδώ δυο ώρες, κι εγώ να κοιμηθώ, κι ύστερ’ από δυο ώρες να με ξυπνήσεις. ―Καλά, της είπε η γύφτισσα». Και κείνη έπεσε να κοιμηθεί, κι η γύφτισσα δεν την ξύπνησε, μόν’ έκατσε και τις τρεις ώρες μοναχή της. Κι ύστερα ξύπνησε το βασιλόπουλο κι είπε της γύφτισσας: «Eσύ ’σαι η γυναίκα μου». Τότες του είπ’ η γύφτισσα: «Πάρε κείνη, που κοιμάται, και βάλ’ την να βόσκει τις χήνες». Κι αυτός την πήρε και την έβαλε κι έβοσκε τις χήνες. Μια μέρα του ήρθε μήνυμα, να πηγαίνει να πολεμήσει, και φώναξε τη γυναίκα του και της είπε, τι χρειάζεται να της φέρει. Και κείνη του είπε, να της φέρει μια φορεσιά χρυσή. Φώναξε και τη χηνοβοσκού και την ρώτησε: «Xρειάζεσαι τίποτε να σου φέρω, σα γυρίσω;» Και κείνη του είπε: «Θέλω να μου φέρεις το μαχαίρι της σφαγής, τ’ ακόνι της υπομονής και το κερί τ’ αμάλαχτο· ει δε μη, να μην κινήσει τ’ άλογο σου!» Τότες κίνησε και πήγε στον πόλεμο, κι ενίκησε τους οχτρούς, κι όντας γύρισε, πήρε της γυναίκας του τη χρυσή φορεσιά· της χηνοβοσκούς κείνα, που του είπε, αλησμόνησε να τα πάρει. Κι όντας πήγε να κινήσει, δεν ήθελε τ’ άλογό του να κινήσει. Τότες κάθουνταν και συλλογιούνταν. Ύστερα στοχάστηκε κείνα, που είχε τάξει της χηνοβοσκούς, και πήγε στο παζάρι ρωτώντας, και τα ’βρε σ’ ένα αργαστήρι, και τ’ αγόρασε. Και κείνος ο πραματευτής τού είπε: «Tίνος τα παίρνεις αυτά; ―Της δούλας μου, είπ’ ο βασιλιάς. ―Όντας της τα δώκεις, να δεις τι θα κάμει», του είπε. Κι ο βασιλιάς τα πήρε και πήγε στην πατρίδα του, κι όντας πήγε, τον ρώτησε η γυναίκα του: «Mου έφερες εκείνο, που σου είπα; ―Το ήφερα», της είπ’ ο βασιλιάς και της έδωκε τη χρυσή φορεσιά. Έδωκε και της χηνοβοσκούς το μαχαίρι, το ακόνι και το κερί· κι αυτή τα πήρε και πήγε στο καλύβι της, και κλείστηκε μέσα κι έβαλε τ’ ακόνι της υπομονής καταγής, κι απάνου σ’ αυτό έστησε το μαχαίρι της σφαγής, κι άναψε και το κερί το αμάλαχτο, και το έστησε κι αυτό κοντά στο μαχαίρι. Κι ο βασιλιάς την πήρε από κοντά, και πήγε και παραμόνευε να ιδεί τι θα κάμει. Κι αυτή άρχισε κι έλεγε: «Tι κάθεσαι μαχαίρι της σφαγής; δε σηκώνεσαι να κόψεις το λαιμό μου;» Τότες σηκώθηκε το μαχαίρι να της κόψει το λαιμό, και τ’ ακόνι της υπομονής τράβησε πίσω, κι όντας σηκώνουνταν το μαχαίρι, εσβηόταν το κερί το αμάλαχτο. «Εγώ ήμουν αρχοντοπούλα, κι όντας εκεντούσα, έρχουνταν ένα πουλί και μου ήλεγε· τι κεντάς και τι χρυσώνεις; άντρα πεθαμένο θα πάρεις· και δεν το πίστευα· τι κάθεσαι μαχαίρι; δε σηκώνεσαι να κόψεις το λαιμό μου; –τότες σηκώθηκε το μαχαίρι, και τ’ ακόνι το τράβησε πίσω– Kαι μια φορά που έπαιζα με τις συνομήλικές μου, μας έπιασε μια βροχή, και στάθηκα στην πόρτα τούτου του σαραγιού, όσο να περάσ’ η βροχή· τι κάθεσαι μαχαίρι της σφαγής, και δε σηκώνεσαι να κόψεις το λαιμό μου; –τότες σηκώθηκε το μαχαίρι απανωθιό της, και τ’ ακόνι το τράβησε πίσω– Kι άνοιξ’ η πόρτα και με τράβησε μέσα, και περβάτησα όλους τους οντάδες και πήγα και στον οντά του βασιλόπουλου, κι είδα το χαρτί, που είχε στο χέρι του, και το ανάγνωσα· τι κάθεσαι, μαχαίρι της σφαγής, και δε σηκώνεσαι να κόψεις το κεφάλι μου; –και σηκώθηκε απανωθιό της, και τ’ ακόνι της υπομονής το τράβησε πίσω– Kι έκατσα τρεις εβδομάδες και τρεις μέρες χωρίς να κοιμηθώ, κι ύστερα πέρασ’ η γύφτισσα που έχει αυτός γυναίκα, αποκάτου απ’ το παραθύρι, και την ανέβασα πάνω και της είπα, να κάτσει να φυλάξει δυο ώρες, κι αυτή έκατσε τρεις ώρες, και δε με ξύπνησε, και πήρ’ αυτή γυναίκα το βασιλόπουλο, και μένα μ’ έκανε χηνοβοσκού· πώς το υποφέρνεις, μαχαίρι της σφαγής, εγώ να κάτσω τρεις εβδομάδες άυπνη και να είμαι χηνοβοσκού τώρα, κι αυτή η γύφτισσα να κάτσει τρεις ώρες και να γίνει αυτή βασιλοπούλα; Aκόμα στέκεσαι, μαχαίρι;» Τότες σηκώθηκε το μαχαίρι της σφαγής απανωθιό της ψηλά πολύ, τ’ ακόνι της υπομονής δε μπόρεσε να το φτάκει, μόνο το κερί σβήστηκε ντίπου. Τότες το βασιλόπουλο, που τ’ άκουε, έκλαψε, ετσάκισε την πόρτα κι εμπήκε μέσα, κι άρπαξε το μαχαίρι, που πήγαινε απανωθιό τής αρχοντοπούλας, και την πήρε και την έκανε γυναίκα του, και τη γύφτισσα την έκανε χηνοβοσκού.
(από το βιβλίο: Παραμύθια του λαού μας, Eρμής, 1998)

Ξέρω μονάχα πως κάπου θα σε ξαναβρώ

 
Πες μου ψυχή μου
τώρα που 'χεις κυλήσει μες την κάθε μου φλέβα
που πάμε πες μου,
αν το ξέρεις κάνε μου νεύμα, θα το δω
αρκεί μονάχα ένα σου νεύμα, κι εγώ θα 'ρθώ



Αστράφτεις σ' ό,τι ξεχειλίζει μέσα στην καρδιά μου
αστράφτεις πάνω σ' ό,τι κάνω, πάνω σ' ό,τι πω
Μέσα απ' το κύμα δραπετεύεις ψυχή μου
κι όπως φυσάει ετούτη η νύχτα,
γέρνεις και με τυλίγεις
Αστράφτεις πάνω στην κιθάρα, στο παράθυρό μου
στο τελευταίο λεωφορείο στη γωνιά του δρόμου

Κι εγώ δεν ξέρω
δεν ξέρω στ' αλήθεια δεν ξέρω
δεν ξέρω από τι να κρυφτώ
σαν μπάλα γυρίζει και γλιστράει η ζωή μου
δεν έχει μια άκρη να πιαστώ
δεν ξέρω
δεν ξέρω στ' αλήθεια δεν ξέρω
πότε θα ξεκουραστώ
ξέρω μονάχα πως κάπου θα σε ξαναβρώ
ξέρω μονάχα πως κάπου θα σε ξαναβρώ

Έλα ψυχή μου
σιγά-σιγά κάποιο βράδυ
μ' ένα ασημένιο καράβι να με πάρεις μαζί σου
Σαν άστρο καρφωμένο στο κατάρτι
πάνω απ' αυτή τη θάλασσα, τη μαύρη,
στην κούρασή μου απάνω ν' αστράψει,
ν' αστράψει η μορφή σου

Κι εγώ δεν ξέρω
δεν ξέρω στ' αλήθεια δεν ξέρω
δεν ξέρω από τι να κρυφτώ
σαν μπάλα γυρίζει και γλιστράει η ζωή μου
δεν έχει μια άκρη να πιαστώ
δεν ξέρω
δεν ξέρω στ' αλήθεια δεν ξέρω
πότε θα ξεκουραστώ
Ξέρω μονάχα πως κάπου θα σε ξαναβρώ
Ξέρω μονάχα πως κάπου θα σε ξαναβρώ
Σ' ό,τι προσπερνάς εγώ θα σ' ακολουθώ
σ' ό,τι προσπερνάς, εγώ θα σ' ακολουθώ...
Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Προς το λαό της Ελλάδας


Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ‘χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ‘ναι.
Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ‘χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια.
Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ‘97 ή του ‘12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε απ’ τ’ άλλο μέρος να ‘ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους.
Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ‘λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
Οδυσσέας Ελύτης, “Η πορεία προς το μέτωπο”, “Το Άξιον Εστί”, 1959



ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλαίβει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.

Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δόσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.

Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας.

Αθήνα 31 του Οχτώβρη 1940

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ

Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Στα όνειρα των εραστών, στα δάκρυα των ποιητών και στων τρελών τα γέλια.



Όλα πεζά και μαγικά μετέωρα και οριστικά,
μοιάζουν σ’ αυτόν το κόσμο.
Κι εγώ στην άσωτη ζωή φύλλο στου ανέμου την πνοή,
χαράζω και νυχτώνω.

Πέρασα μπόρες και φωτιές ήπια παράφορες ματιές,
και τώρα εδώ στα ξένα…
Ανάβω ευχές και προσευχές για τις αστείρευτες ψυχές,
για σένα και για μένα.

Δεν έχω τόπο,
εσύ ο τόπος μου και ο χρόνος.
Δεν ξέρω τρόπο,
ο μόνος δρόμος ειν’ ο δρόμος.

Δραπέτες άγιοι και ληστές, μιλούν για το αύριο και το χτες
με λόγια κουρασμένα.
Πίνουν της λήθης το κρασί σ’ αχαρτογράφητο νησί,
και με ρωτούν για σένα.

Και εγώ τους λέω είσαι παντού, στο Μεξικό στο Κατμαντού,
μετάξι στα κουρέλια.
Στα όνειρα των εραστών,  στα δάκρυα των ποιητών
και στων τρελών τα γέλια.
Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

μα γλίστρησε απ' τα χέρια μας και χάθηκε η αλήθεια

Ο μικρός Περσέας και οι Νεράιδες!
(από το paramythi.com)

Κάθε που εκλείπτει το φεγγάρι, βγαίνουν οι νεράϊδες. Θά΄θελα νά΄ξερα ποιός φοβίζει τον κόσμο επί τόσα χρόνια πως βγαίνουν τα φαντάσματα!
Μέγα λάθος!
Λάθος κύριοι! Σας απατήσανε! Οι νεράϊδες βγαίνουν και μάλιστα οι πιό
όμορφες απ΄αυτές.
Αέρινες, πελώριες με τα μαλλιά τους ίσαμε τη γη και τα χέρια τους
να αγκαλιάζουν τους ονειροπαρμένους που η μοναξιά τους έχει γίνει έμμονη βραδινή παρέα.
Κολιτσίδα βρε παιδί μου, πως το λένε; Σάμπως φταίνε κι αυτοί; Μάλλον
έτσι γεννήθηκαν. Θα είναι φαίνεται απ΄αυτές τις ιδιότητες που μας
μαθαίναν στο σχολείο.
Τις έμφυτες και τις επίκτητες. Κι άμα σου τύχει
νά΄ναι έμφυτη ψάχνεις κατά μεσής του ολονυχτίου γιατί λάμπουν
τ΄αστέρια τη νύχτα, γιατί τα μωρά έχουν τόσο γλυκιά όψη και γιατί τα
ζουζούνια σου είναι τόσο απαραίτητα.
Κι άξαφνα σ΄αυτήν την τόοοσο βαθιά στοχαστική φάση, νά΄σου και
χάνεσαι απ΄τη γη!
Μα ποιός με τραβάει; Εεε; Δεν ακούς; Σε σένα μιλάω. Ποιά είσαι;
Πές μου γιατί θα βάλω τα κλάματα! (Τι θαρρείς! Τέτοια απειλή και δεν θα
έπιανε; Χι, χι!)
Λοιπόν θα μου πείς; Και πριν προλάβω να τελειώσω την ερώτησή μου
γυρίζει και με κοιτάει μ΄αυτά τα πανέμορφα μάτια της. Το κορμί της
διαγραφόταν σχεδόν άυλο μέσα στο δαντελένιο φόρεμά της. Τα χέρια
της άσπρα με τελείωμα τα κρινοδάχτυλά της. Το χαμόγελό της γλυκό
όπως και η όψη της. Τα μαλλιά… μετάξι!
Μη φοβάσαι, μου λέει. Έχω εντολή να σε φυγαδεύσω σήμερα το βράδυ.
Υπάρχει λόγος. Θα καταλάβεις…
Τι μου λέει τώρα. Να καταλάβω τι; Και πριν προλάβω να τελειώσω
την σκέψη μου νιώθω ένα βίαιο τράνταγμα. Το χέρι μου λίγο ακόμα
και θα ξεκόλαγε. Χάθηκε μέσα στην παλάμη της. Ρίχνοντας μια ματιά
προς τα κάτω βλέπω τη γη που χάνεται και μεις να πετάμε ανάμεσα
στ΄αστέρια…
-Λοιπόν, θα μου πείς; Λέει η νεράϊδα.
-Να σου πω τι; της απαντώ.
-Να μου πείς γιατί με φώναζες όλο το βράδυ.
-Δεν σε φώναζα, της απαντώ. Τ΄αστέρια κοίταζα και τους μιλούσα.
Μα αυτά δεν μου απαντούσαν , ποιός ξέρει γιατί. Ίσως δε μ΄ακούγανε.
-Εγώ όμως σ΄άκουγα…Το σπίτι μου είναι ανάμεσα στ΄αστέρια και
αυτά ερχόντουσαν κάθε τόσο και με παρότρυναν νά΄ρθω να σε βρω,
να σε πάρω και να σε φιλοξενήσω μιά νύχτα στο βασίλειό μας. Θα
δείς, θα σ΄αρέσει. Σε ξέρω από παιδί. Πάντα ρομαντικό κι ονειροπόλο.
Μαζί φτιάχναμε τα όνειρά σου μα εσύ δεν το ξέρεις. Νομίζεις πως τα
φανταζόσουν από μόνο σου..
Αυτό είναι το λάθος σας.
Έμμονη ιδέα οτι είστε μόνοι σας. Τι θα κάνω εγώ με σας! Είμαι τόσο
κοντά, σχεδόν δίπλα σας, σας χαϊδεύω το βράδυ, σας φιλώ, σας
συνοδεύω την ημέρα μα εσείς δεν καταλαβαίνετε τίποτα! Μα τόσο
μπουμπουνοκέφαλοι είστε τέλος πάντων;
-Ε, όχι και μπουμπουνοκέφαλοι, αντέδρασα εγώ. Απλά είναι πολύ
δύσκολο να νιώσεις την παρουσία μιας νεράϊδας δίπλα σου. Πιό εύκολο
είναι να την φανταστείς παρά να την νιώσεις. Εξάλλου εγώ με τ΄αστέρια
έπαιζα καθώς άπλωνα τα χέρια μου και τα έκλεινα στις χούφτες μου. Με
τ΄αστέρια γέλαγα καθώς τα γαργαλούσα με τα δάχτυλά μου.
-Ενα απ΄τα
στέρια, απάντησε η νεράϊδα, ήμουν κι εγώ…
Κοιταχτήκαμε κι οι δυό χωρίς να πούμε λέξη. Η γη από κάτω όλο κι
απομακρυνόταν κι εγώ ένοιωθα όλο και πιό άυλο και χαρούμενο.
Επιτέλους, σκέφτηκα, βρήκα μια φίλη… Μια καλή μου φίλη που δεν
ήξερα ποτέ…
-Φτάσαμε! Είπε η νεράϊδα και μ΄έβγαλε ξάφνου απ΄τις σκέψεις μου.
Πού φτάσαμε; Την ρωτώ όλο απορία. Εγώ δεν βλέπω τίποτα.
Μόνο αστέρια και της νύχτας το βαθύ μπλε.
-Κοίτα προσεκτικότερα, μου απαντά.
Πράγματι. Μέσα στο σκοτάδι διέκρινα ένα χρυσό πόμολο να βρίσκεται
πάνω σε μιά μικρή πορτούλα μπροστά μας.
-Αντε λοιπόν, τι κάθεσαι! Άνοιξέ την! Άνοιξέ την καλό μου παιδί. Μη
φοβάσαι!
-Τι να φοβηθώ; Εγώ δεν φοβήθηκα που πέταγα μίλια μακριά απ ΄τη γη,
τώρα θα φοβηθώ; Τώρα που αισθάνομαι την σιγουριά του χεριού της κι
όλων αυτών που μου είπε…
-Τι είναι εδώ; Το σπίτι σου;
-Ανοιξε. Εδώ είναι το απανέμι σου. Εδώ είναι η καρδιά μου…
Και λέγοντάς μου αυτά δίνω μια και ω! ω! ω!. Τι να πρωτοπεριγράψω!
Φως! Παντού φως και αστέρια!
Αυτά που κοίταγα κάθε βράδυ και έπαιζα μαζί τους, μας περίμεναν με
ένα πλατύ χαμόγελο.
-Αργήσατε, είπε το πιό αστραφτερό απ΄αυτά. Αργήσατε και
ανησυχήσαμε μήπως δεν ερχόσασταν και μέναμε Χριστούγεννα μόνα
μας. Σας περιμέναμε με αγωνία. Μέχρι να΄ρθείτε ετοιμάσαμε τα φιλέματά
μας και κάνοντας έτσι το χέρι του έδειξε προς το τραπέζι.
Πω, πω! Και τι δεν έχει πάνω! Γλυκά, σοκολάτες, καραμέλες και ένα σορό άλλες λιχουδιές απλωμένα όλα πάνω του. Παντού χυμένη
αστρόσκονη. Όλα λαμπύριζαν και μοσχοβολούσαν. Άλλη μιά έκπληξη
με περίμενε απόψε. Άλλη μιά έκπληξη που δεν περίμενα ποτέ…
Ήρθε η στιγμή να σ΄αφήσω απ΄το χέρι είπε η νεράϊδα και μέχρι να
γυρίσω το κεφάλι μου είχε εξαφανισθεί.
-Ε, ε! Φώναξα. Μη μ΄αφήνεις πάλι μόνο μου. Σε παρακαλώ.
-Θα γυρίσω, μου απάντησε. Παίξε με τ΄αστέρια. Αυτό δεν ήθελες πάντα;
Εξάλλου μην ξεχνάς. Είσαι στο σπίτι μου, στ΄απανέμι σου, στην καρδιά
μου. Σ΄αγαπώ πολύ, μην το ξεχνάς..
Σάγαπώ πολύ! Πούφ! Τι σόι αγάπη είν΄αυτή να μ΄αφήνει ολομόναχο μες
στη νύχτα παρέα με αγνώστους. Βέβαια θα μου πεις όχι ολοσδιόλου
άγνωστοι. Τους ξέρω από παιδί. Κάθε βράδυ τα κοίταγα, τα μετρούσα,
τους μιλούσα… μα από τόσο κοντά πρώτη μου φορά τα βλέπω!
-Κάθησε, πετάχτηκε ένα μεγάλο αστέρι. Έχουμε εντολή να σε
περιποιηθούμε έως ότου επιστρέψει η νεράϊδα.
-Μα εγώ θέλω την φίλη μου, του απάντησα.
-Και εμείς φίλοι σου είμαστε. Θα δεις. Θα περάσουμε υπέροχα.
Θα χορέψουμε, θα τραγουδήσουμε, θα φάμε γλυκά και όταν
κουραστούμε με το φως της ημέρας θα πάμε να κοιμηθούμε στα
κρεβατάκια μας. Νά τα!
Τα βλέπεις; Αυτά που μοιάζουν σαν χρυσές πεπονόφλουδες
κρεμασμένες από κίτρινες κλωστές στον ουρανό. Είναι μέσα στη
χρυσόσκονη.
Η χρυσόσκονη βοηθάει να κοιμηθείς γλυκύτερα. Τέλως πάντων. Το
γλέντι αρχίζει αδέρφια μου. Ποιό αστέρι θά΄ρθει να ξεκινήσουμε το χορό;
-Εγώ, εγώ!
-Όχι εγώ! Εγώ τό΄πα πρώτο.
-Ησυχάστε μικρούλια μου. Ούτως ή άλλως θα χορέψουμε όλα μαζί.
Περσέα έλα εδώ, είπε καθώς έγνεψε σ΄ένα απ΄αυτά. Πάρε το παιδί και
δείξε του πως διασκεδάζουμε εμείς εδώ πάνω έως ότου έρθει το πρωί.
Θέλω να το κάνεις να περάσει μια όμορφη και αξέχαστη βραδιά.
-Εντάξει θείε, απάντησε αυτό. Έλα, είπε γυρνώντας προς το μέρος
μου. Έλα να σου δείξω πως χορεύει ένα αστέρι. Εσείς όταν ένα αστέρι
δείχνει να χάνεται στον ουρανό αφήνοντας την χρυσή τροχιά του πίσω,
νομίζετε πως πέφτει και χάνεται στο σύμπαν. Δεν είναι όμως έτσι.
Εκείνη την στιγμή κάνει την πιρουέτα του στο χορό που στήνουμε κάθε
βράδυ.
Κακώς το λέτε πεφταστέρι, γιατί δεν είναι έτσι. Απλά χορεύει μόνο του.
Λικνίζεται μες στη νύχτα και χάνεσαι στο ρυθμό του.
Και λέγοντας όλ΄αυτά με τραβάει βίαια λέγοντας.
–Τι κάθεσαι και με κοιτάς μ΄ανοιχτό το στόμα; Χα, χα, χα! Ξέρεις τι ύφος
έχεις πάρει; Πλάκα έχεις.
Έλα. Η μουσική αρχίζει!
Η μουσική αρχίζει, σκέφτηκα. Μάλλον έπρεπε να πει η μαγεία αρχίζει
γιατί αυτό που ζω πιό πολύ μοιάζει με μαγικό παρά με αληθινό. Μα
αλήθεια, που πήγε η νεράϊδα μου; Εγώ θέλω την νεράϊδα μου, άρχισα
να φωνάζω. Θέλω να μου την φέρεται εδώ και τώρα. Θέλω την φίλη μου
να με πιάσει απ΄το χέρι.
-Έλα μωρέ διασκέδασε! Δε σού είπαμε; Έχουμε εντολή να περάσεις
αξέχαστα. Άκου!..
«Τ΄αστέρι πού΄ναι φίλος μου
με παίρνει στα δρομάκια του
με τριγυρνάει σε ρεματιές
μου λέει τα μεράκια του…»
Ντριν, ντριν, ντριν…
Αυτό το τραγούδι κάπου το ξέρω σκέφτηκα. Μάλλον όχι την μουσική
αλλά τους στίχους. Ναι, ναι. Είμαι βέβαιη 1000% ότι τους στίχους τους
έχω ξανακούσει.
-Τι σκέφτεσαι; Με ρώτησε ο Περσέας όλο απορία.
-Να. Έχω την εντύπωση ότι τα λόγια αυτού του τραγουδιού τά΄χω
ξανακούσει.
-Μα και βέβαια τά΄χεις ξανακούσει. Αφού τά΄χεις γράψει εσύ.
Χριστέ μου, σκέφτηκα. Έχει δίκιο! Ώστε με παρατηρούν όταν γράφω
τους στίχους μου και γω που νόμιζα οτι τους κρατούσα κρυφούς.
-Έλα, φώναξε ο Περσέας. ‘Ελα να χορέψουμε και πριν καλά-καλά
το σκεφτώ με τράβηξε κοντά του και ξεκινήσαμε έναν τρελό χορό
που κράτησε μέχρι το πρωί, σκασμένοι και οι δύο από τα γέλια και
χορτασμένοι απ΄τις υπέροχες λιχουδιές.
-Νυστάζω Περσέα. Νομίζω οτι ήρθε η ώρα να πάω να κοιμηθώ. Μου
κλείνουν τα μάτια.
-Έλα να σου δείξω το κρεβατάκι σου. Θ΄ανέβουμε αυτήν την σκάλα και
μετά θα στρίψεις δεξιά. Η πρώτη πόρτα που θα δείς γράφει τ΄όνομά
σου. Σπρώξε την και μπες. Εντάξει;
Εντάξει του απάντησα και ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε την χρυσή σκάλα
που λαμπύριζε μες στην νύχτα και ήταν αδύνατο να μην την προσέξεις.
-Περσέα;
-Έλα;
-Πάντα έτσι γλεντάνε κάθε βράδυ;
-Έτσι.
-Και πάντα έτσι τρώτε και χορεύετε;
-Έτσι, απάντησε ο Περσέας.
-Δηλαδή, ξαναρώτησα, την ώρα που είμαι ξάγρυπνο και σκέφτομαι
και γράφω και σας κοιτώ από τη γη, εσείς γλεντάτε χωρίς να τό΄χουμε
πάρει χαμπάρι εμείς;
-Ακριβώς, απάντησε ο Περσέας. Τώρα όμως άφησε όλες αυτές
τις σκέψεις και κοίτα να ξεκουραστείς. Όπως βλέπεις χωρίς να το
καταλάβουμε με την κουβέντα φτάσαμε στον προορισμό μας. Να το
δωμάτιό σου. Καληνύχτα, καλό ξημέρωμα.
Πάλι μόνο μου θα μείνω; Του φώναξα καθώς κατέβαινε την σκάλα.
Όλο μόνο μου μ΄αφήνετε. Βαρέθηκα να σας ακούω. Με πιάνεται απ΄το
χέρι και γω σας ακολουθώ σαν υπνωτισμένο χωρίς να ξέρω που με
πάτε. Τέλος πάντων. Νομίζω μού΄χε πει να στρίψω δεξιά και να μπω
στην πρώτη πόρτα.
Α! Αυτή θα΄ναι λοιπόν! Περίεργο. Το πόμολό της είναι ίδιο με το πόμολο
της πρώτης πόρτας που άνοιξα μαζί με την νεράϊδα. Αλήθεια, που
εξαφανίσθηκε κι αυτή; Τι θα κάνω τώρα; Που θα πάω; Πως θα κοιμηθώ
σένα ξένο τόπο και μάλιστα μόνη μου; Α πα πα. Δεν μπαίνω. Εδώ θα
κάτσω να την περιμένω.
Ε! ε! ε! Αστέριααα! Έχω θυμώσει πείτε της. Μ΄άφησε μόνο μου.
Ακούτεεε; Μόνο μου. Σνιφ. Ώρα είναι να πατήσω τα κλάματα. Σνιφ.
Και είπε οτι με αγαπάει πολύ. Σνιφ. Εγώ εδώ θα κάτσω απ΄έξω. Μέσα
δεν μπαίνω. Ακούτε; Ποτέ!!! Εδώ, εδώ θα κάτσω, εδώ μέχρι το πρωί
και ούτε θα κοιμηθώ, ούτε θα φωνάξω τ΄αστέρια, ούτε την νεράϊδα,
ούτε θα της ξαναμιλήσω… ούτε αααχ! ….. ούτε ααααχ! ….. ού…..τε….
χρρρρρρ….. χρρρ…. Χρρρρρρρρ.
-Χμ! Καλό μου παιδί. Σε πήρε ο ύπνος περιμένοντάς με. Σ΄αγαπώ πολύ
και λέγοντας αυτά η νεράϊδα το πήρε στην ευωδιαστή αγκαλιά της
δείνοντάς του ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο κι άλλο ένα στο μέτωπο. Κι
όπως ήταν κοιμισμένο, το έβαλε στο κρεβατάκι του και αυτή ξάπλωσε
δίπλα του και το πρόσεχε όλη νύχτα.
Κοίταγε τα ματάκια του που είχαν κλείσει βαριά απ΄την κόπωση του
γλεντιού, κοίταγε τα χειλάκια του που χαράζαν ένα χαμόγελο στο πλάι,
κοίταγε τα φρυδάκια του που είχαν μείνει σε σχήμα απορίας.
-Μα γιατί απορούν άραγε; Σκέφτηκε η νεράϊδα. Όλη τη νύχτα πρέπει
να πέρασε υπέροχα. Το έφερα εδώ όπου ήθελε πάντα. Στ΄αστέρια,
στους φίλους του. Ή μήπως η έκφραση των φρυδιών δεν είναι έκφραση
απορίας αλλά θυμού. Κι άν είναι θυμού, γιατί νά΄ναι θυμωμένο;
Μπας και τσακώθηκε με κανένα αστέρι;
Μπας… Μπας…Μπας και είναι θυμωμένο μαζί μου που το άφησα
κι έφυγα; Αλλά πάντα αυτό δεν ήθελε; Μια βραδιά στ΄αστέρια;
Αναρωτήθηκε η νεράϊδα.
Καλό μου παιδί, σ΄αγαπάω πολύ, είπε και κύλησε ένα δάκρυ στο
μάγουλό της τόσο καφτό που πέφτοντας πάνω στο κοιμισμένο παιδί το
τρόμαξε και ξύπνησε.
-Νεράϊδα! Νεράϊδα μου! Άρχισε να φωνάζει αυτό από χαρά.
-Μωρό μου… αποκρίθηκε αυτή.
-Νεράϊδα μου γύρισες! Γύρισες! Μη ξαναφύγεις! Σε παρακαλώ μη με
ξαναφήσεις μόνο μου. Σ΄αγαπώ πολύ…
-Κι εγώ σ΄αγαπώ πολύ του απάντησε αυτή κι ένα δεύτερο δάκρυ κύλησε
στο μάγουλό της. Δάκρυ χαράς που βρήκε ένα φίλο. Ίσως τον μοναδικό
της για όλη τη ζωή της…

Το παραμύθι το έγραψε η αγαπητή Μαίρη Πέστροβα!
Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

βαρέθηκα να μετράω λίγα σωστά πολλά λάθη



Βαρέθηκα τα πολλά που τις ελπίδες στερεύουν
τα μεθυσμένα τα βράδια τις αναμνήσεις που φέρνουν
όσα καλά μου'χουν τύχει μόνο για λίγο να μένουν
να βλέπω άχρηστες μέρες να περνάνε να φεύγουν
βαρέθηκα να μετράω λίγα σωστά πολλά λάθη
να καίγονται τα όνειρά μου πρώτα καπνός μετά στάχτη
βαρέθηκα να πολεμάω σε μια άνιση μάχη
βλέπω το μέλλον μου σ'ανθρώπους που πέθαναν μονάχοι
Βαρέθηκα να μη μπορώ ποτέ σε κάτι να ελπίζω
το χρώμα που'χουν οι μέρες μου να'ναι πάντα το γκρίζο
βαρέθηκα και τη γνώμη που έχουν οι άλλοι για μένα
μα το μυαλό μου αντέχει ακόμα και με σπασμένα τα φρένα
βαρέθηκα όλους αυτούς που προσκυνάνε το χρήμα
μόνοι χωρίς αντίδοτο σε ένα λάκκο με φίδια
βαρέθηκα τους δήθεν φίλους που χτυπάνε πισώπλατα
κρύβουν συνέχεια τη βρωμιά τους με χιλιάδες αρώματα
μα πιο πολύ βαρέθηκα αυτούς που φανήκαν αχάριστοι
εθιστήκανε στο ψέμα κι έτσι πάθανε εξάρτηση
βαρέθηκα όλα τα ψώνια μες τη HIP-HOP φάση
όλοι μάγκες στα λόγια μα ποτέ λίγη δράση

Ρεφραιν
Βαρέθηκα σε κόλπο μπλέχτηκα πολλά ανέχτηκα
ανεύθυνα τα λόγια από άτομα που ήταν ψεύτικα
συγκέντρωσα δυνάμεις άντεξα ποτέ δεν έπεσα
νίκησα όσα δεν δέχτηκα τους όρους έθεσα (x2)

Βαρέθηκα να ψάχνω ένα νόημα να βρω
με κακόγουστο αστείο να μοιάζει η ζωή που ζω
κάποιοι θα πουν πως είναι ωραία κάποιοι άλλοι ίσως το αντίθετο
βαρέθηκα ψάχνοντας το πιο ταιριαστό επίθετο
κι αυτούς που δεν εκτίμησαν όταν δίπλα τους στάθηκα
αυτούς δεν τους βαρέθηκα απλώς, μα τους σιχάθηκα
βαρέθηκα περιοδικά με μοντέλα μοδάτα μπουρδέλα
και όταν κάθομαι να γράφω να βγαίνει μόνο πόνος στην πένα
είμαι εγώ για μένα εσύ για σένα
ο καθένας για την πάρτη του και όλα γύρω μας ξένα
νόημα κανένα δεν υπάρχει είμαστε λίγοι μονάχοι
βαρέθηκα το μυαλό μου με κάποιον πάντα να πρέπει να ταχει
βαρέθηκα όλα τα...
Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Στα παιχνίδια όλων σας έκανα χαλάστρα



Όπου να 'ναι θα 'ρθω να σε βρω και το μυστικό μου να σου πω
το 'ψαξα πολύ για να το πω σε σένα κι έχανα πολύτιμο καιρό

Μέσα απ' τα σκοτάδια κι απ' το φως ξεπηδώ σαν γελωτοποιός
με τον εαυτό μου έχω γίνει ένα και δεν είμαι πιόνι κανενός

Στα παιχνίδια όλων σας έκανα χαλάστρα για κανένα πούστη δε θυσιάζομαι
πώς να ξεγελάσετε μια χαμένη φάτσα τρέξτε και προφτάστε δεν πλησιάζομαι

Ό,τι κι αν λέτε δε μ' ακουμπάτε αναμασάτε λόγια θολά και ψεύτικα
σπίτι δεν έχω ούτε πατρίδα με διώξατε όλοι μα εσένα σε θέλω ζωντανή

Έλα στο δικό μου τον παλμό ζήταγα πολύ ν' αγαπηθώ
έδωσα τα πάντα και τα ξαναδίνω και γι' αυτό μπορώ να σ' αγαπώ

Δε θα με γνωρίσεις αν με δεις είμαι κυνηγός κι ονειρευτής
μη σε παγιδέψουν σε καμιά βιτρίνα και σε παραδείσους μου χαθείς

Στα παιχνίδια όλων σας έκανα χαλάστρα μα στην αγκαλιά σου εκστασιάζομαι
όσα σου φανέρωσαν στα χαρτιά και τα άστρα όλα παραμύθια και σε χρειάζομαι

Παλιέ μου πόθε στο πέρα δώθε μην σε χαλάσουν
φοβάμαι για εσένα πιο πολύ όλα τα φτύνω τα καίω όλα
μπαίνω και βγαίνω και δένω με εσένα απο την αρχή
Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Για τη ζωή τραγούδια θα κεντώ


Κι απόψε μόνος, σκυφτός και σκεφτικός
στου λυχναριού μου, το τρεμάμενο φως
αγρυπνισμένος, διψασμένος
για τη ζωή τραγούδια να κεντώ.

Δεν κάθισα ποτές να λογαριάσω
τες πίκρες, τους καημούς που με κερνά
νιώθει η ψυχή τόσο μεγάλη
αφού η καρδιά μου αγαπά.

Τους δρόμους της αγάπης θα πλαταίνω
για να διαβαίνεις άνθρωπε μπροστά
άστρο θα φέγγω μεσ’ τη νύχτα
να κάμω τα σκοτάδια φωτεινά.

Τη στράτα σου ραίνω με λουλούδια,
με δυόσμο και βασιλικό
για να ’ναι το ταξίδι σου ωραίο,
να φτάσεις ως τον ουρανό.

Κι άστ’ τους ανθρώπους να με κρίνουν
απ’ τα κουρέλια που φορώ
μα εγώ τραγούδια σου κεντάω
άδικε κόσμε σ’ αγαπώ.
Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

ίσως κάποια στιγμή να θελήσει να πει την καρδιά του ποιος φόβος βαραίνει.

Φοβάμαι τη μέρα, φοβάμαι το φως,το ψόφιο το βλέμμα του δημοσίου
φοβάμαι τους δρόμους που γεννούν οδηγούς,κι εκείνους που έχουν εικόνα οσίου.

Φοβάμαι τη μάνα και τον αδερφό,κι όσους μοιράζουν σαφείς οδηγίες
φοβάμαι τις θειάδες μου τις Κυριακές,γαμώτο, και του πατέρα μου τις αγωνίες.

Δες, ο κόσμος αυτός που βαδίζει σκυφτός, δεν ακούει, δεν κοιτά και σωπαίνει
ίσως κάποια στιγμή να θελήσει να πει την καρδιά του ποιος φόβος βαραίνει.

Φοβάμαι τις πρώτες ρυτίδες των άλλων κι εκείνους που λένε "δε θέλω να χάνω"
μα απ` όλα φοβάμαι-σ` το λέω-πιο πολύ όλους όσοι με σπρώχνουν να πάω πιο πάνω.

Φοβάμαι κι εσένανε που μ` αγαπάς όταν μια μέρα τα μάτια θ` ανοίξεις
μήπως μ` αλλάξεις, μη μ` αρνηθείς μα, μωρό μου, πιο πολύ φοβάμαι μήπως με πνίξεις.

Και φοβάμαι κι αυτούς και φοβάμαι τους άλλους
και φοβάμαι τα οικεία και φοβάμαι τα ξένα
τους μικρούς τους φοβάμαι, αλλά και τους μεγάλους
μα -στο λέω- πιο πολύ... φοβάμαι εμένα.
Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

καιρός να διώξω απ' το μυαλό τις πίσω μου σελίδες.



Λυπάμαι καθώς βλέπω το χρόνο να λιγοστεύει

και τις δουλειές μου ατέλειωτες.

Πιο πολύ όμως λυπάμαι για τα αδιάβαστα βιβλία,

που στοιβάζονται παραπονεμένα

στα ράφια της βιβλιοθήκης μου και στα μπαούλα,

περιμένοντας τη ματιά μου, το άγγιγμά μου,

το χέρι μου να τα ξεφυλλίσει.

΄Ολα εκείνα τα βιβλία που διάλεγα μικρός

και τα μάζευα να τα διαβάσω στα γεράματα.

Τώρα όμως ο χρόνος φεύγει

κι εκείνα περιμένουν υπομονετικά.

Τα περισσότερα θα μείνουν εκεί παραπονεμένα,

όπως τα χρήματα του φιλάργυρου σφραγισμένα στο σεντούκι του.

Θα υποστούν τη μεγαλύτερη προσβολή για ένα βιβλίο:

Θα μείνουν στο ράφι, ανέγγιχτα από χαρτοκόπτη.

Και πολλά ήσαν και είναι ακόμα όμορφα.

Καθώς τα κοιτάζω βλέπω στο καθένα εμένα.

Είμαι κι εγώ ένα αδιάβαστο βιβλίο!
Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς

Τον περισσότερο καιρό σωπαίνεις.Στο τζάμι το θαμπό της οικουμένης.Κοιτάς αυτά που δεν καταλαβαίνεις κι ούτε που ξέρεις τι και πώς

Βλέπεις θεάματα πληρώνεις φόρους.Επιθυμώντας μ' όλους τους πόρους να ζεις μονάχα με δικούς σου όρους και να 'σαι ο ίδιος σου πομπός

Άκου κοινό !
Λάθος προφίλ του ανθρώπου ο νους
δεν αντέχει κόσμους αληθινούς
κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς

Τα μανιφέστα του καιρού σου μίλα.Κίτρινα λόγια με σινέ ξεφτίλα.Πουλάει η μοναξιά χιλιάδες φύλλα όταν ποζάρει στο φακό

Γλυκιά ακίνητη θολή νιρβάνα.Δεν έχεις έρωτες μα έχεις πλάνα.Έχεις οθόνη μα δεν έχεις μάνα ούτε ένα χέρι φιλικό

Άκου κοινό !
Λάθος προφίλ του ανθρώπου ο νους
δεν αντέχει κόσμους αληθινούς
κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς

Τον περισσότερο καιρό σωπαίνεις στο τζάμι το θαμπό της οικουμένης.Κοιτάς αυτά που δεν καταλαβαίνεις κι ούτε που ξέρεις τι και πώς

Γλυκιά ακίνητη θολή νιρβάνα.Δεν έχεις έρωτες μα έχεις πλάνα.Έχεις οθόνη μα δεν έχεις μάνα ούτε ένα χέρι φιλικό
Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Επειδή θέλω να βγαίνεις μόνο για μένα, μόνο για μένα να γελάς, να λάμπεις μόνο για μένα

Το ηλιοτρόπιο- Ευγένιος Τριβιζάς

Ήταν κάποτε ένα λιβάδι γεμάτο ηλιοτρόπια. Και όλα αυτά τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν ολημερίς με θαυμασμό τον ήλιο. Όταν ο ήλιος ήταν από εκεί, γύριζαν από εκεί. Όταν ο ήλιος ήταν από εδώ, γυρνούσαν από εδώ. Εκτός από ένα. Ένα μόνο ηλιοτρόπιο απ` όλα τα ηλιοτρόπια του κάμπου δεν κοίταζε τον ήλιο. Όταν ο ήλιος ήταν από εδώ, το ηλιοτρόπιο αυτό, κοιτούσε από εκεί. Όταν ο ήλιος ήταν από εκεί το ηλιοτρόπιο κοιτούσε από εδώ.
- «Μα γιατί δεν κοιτάς κι εσύ τον ήλιο τον ακριβοθώρητο, όπως εμείς;», ρωτούσαν τα άλλα ηλιοτρόπια απορημένα.
- «Και γιατί να τον κοιτώ;»
- «Επειδή είναι χρυσός, επειδή λάμπει κι ανασαίνει φως.»
- «Ε και λοιπόν; Χαρά στο πράγμα Ανασαίνει φως και κάτι έγινε.»
- «Τι θες να πεις, δεν σ` αρέσει δηλαδή;»
- «Καλός είναι, δεν λέω. Αλλά όχι και να τον θαυμάζει κανείς από το πρωί ίσα με το βράδυ. Αλήθεια δεν μπορώ να καταλάβω τι του βρίσκετε και τον κοιτάτε σαν χαζά μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει.»
«Δεν είναι στα καλά του», σκεφτόταν τα άλλα ηλιοτρόπια. «Ακούς εκεί να μη θέλει να κοιτάζει τον ήλιο»

Και περνούσαν οι μέρες, και όλα τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν τον ήλιο εκτός από εκείνο το ηλιοτρόπιο το ένα που κοιτούσε πάντα από την αντίθετη πλευρά.

- «Δε μου λες; Γιατί δε με κοιτάς;»
- «Άσε με ήσυχο.», είπε το ηλιοτρόπιο
- «Πες μου γιατί δεν με κοιτάς;»
- «Θέλεις αλήθεια να σου πω;»
- «Ναι»
- «Επειδή θέλω να βγαίνεις μόνο για μένα, μόνο για μένα να γελάς, να λάμπεις μόνο για μένα, εμένα μόνο να ζεσταίνεις, είπε το ηλιοτρόπιο. Αν έβγαινες μόνο για μένα τότε ναι θα σε κοιτούσα.»
- «Μα δε γίνεται αυτό», αποκρίθηκε ο ήλιος. «Δεν γίνεται να βγαίνω μόνο για σένα, να γελάω μόνο για σένα, εσένα μόνο να ζεσταίνω, δε γίνεται.»
- «Τότε κι εγώ δε θα σε κοιτάω.»
- «Μα πρέπει μικρό ηλιοτρόπιο. Θα μαραθείς αν δε με κοιτάς;»
- «Και τι σε νοιάζει εσένα αν μαραθώ. Παράτα με», είπε το ηλιοτρόπιο.

Δεν μίλησε ο ήλιος και το ηλιοτρόπιο κοιτούσε με πείσμα από την άλλη την μεριά.
Και περνούσαν οι μέρες και άρχισε να χλομιάζει το ηλιοτρόπιο.
«Είδατε;» Ψιθύριζαν τα άλλα ηλιοτρόπια μεταξύ τους. «Δεν κοιτάζει τον ήλιο και ορίστε, ιδού τα αποτελέσματα. Δεν το βλέπω καθόλου καλά. Να μου το θυμηθείτε έτσι όπως πάει, αργά ή γρήγορα θα μαραθεί»

Είχε δίκιο. Κάθε μέρα που περνούσε το ηλιοτρόπιο γινόταν όλο και πιο χλωμό. Ο μίσχος, τα πέταλα του μαραινόταν, αλλά ούτε που γυρνούσε να κοιτάξει τον βασιλιά ήλιο. Παραξενεμένα τα άλλα ηλιοτρόπιο το άκουγαν να μιλάει μόνο του: «Φύγε, έλεγε δεν θέλω να σε βλέπω φύγε.»

Ώσπου ένα βράδυ, το τελευταίο εκείνο βράδυ, όταν όλα τα άλλα ηλιοτρόπια είχαν αποκοιμηθεί, μέσα στη νύχτα, μέσα στη σιωπή, πρόβαλε ο ήλιος. Πρώτη φορά έβγαινε το βράδυ. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Βγήκε και έδιωξε το σκοτάδι και πλημμύρισε με ένα χρυσαφένιο φως, μαγευτικό φως το όνειρό του
- «Ήρθες;», είπε το ηλιοτρόπιο.
- «Ήρθα», είπε ο ήλιος.
- «Μόνο για μένα;»
- «Μόνο για σένα», αποκρίθηκε ο ήλιος, «έλα».

Ένιωσε ανάλαφρο το ηλιοτρόπιο. Τόσο ανάλαφρο σαν να μη το έδενε η ρίζα του στο χώμα. Λες κι έγιναν φτερά τα φύλα του αφέθηκε να ανεβαίνει. Κι ανέβαινε, όλο ανέβαινε. ήταν τόσο μαγευτικός ο ουρανός, τόσο φωτεινός ο ουρανός, δε γίνεται πιο φωτεινός, κι έφτασε κοντά στον ήλιο. Κι από εκεί ψηλά, είδε όλες τις θάλασσες κι όλα τα λιβάδια, είδε λίμνες είδε λειμώνες είδε δάση είδε ροδώνες και χώρες μαγικές και κόρφους μυστικούς και νησιά που ταξίδευαν στο κύμα, και πράσινα ποτάμια που στραυτάριζαν κι ολόλευκα πουλιά πάνω από τα βουνά τα ασημένια

- «Έλα κοντά μου», είπε ο ήλιος
Το ηλιοτρόπιο πήγε κοντά
- «Πιο κοντά», είπε ο ήλιος
Το ηλιοτρόπιο πήγε πιο κοντά

- «Κοίτα με», είπε ο ήλιος, «κοίτα με ηλιοτρόπιο. Εσένα μόνο», είπε ο ήλιος και το άγγιξε με την ανάσα του.
Κι ένιωσε την ανάσα εκείνη να το καίει σαν πυρετός, σα φλόγα να το αγκαλιάζει, σαν αστραπή θαμπωτική να το πονά κι ήταν όλα ένα χρυσάφι μέσα του ολόγυρά του. Φλόγα θαμπωτική ο ουρανός απ` άκρη σ` άκρη.
Κι ένιωσε τα φυλλοκάρδια του να ανοίγουν, να γλιστράν, να σκορπάν τα σπόρια να πέφτουν δάκρια και βροχή στις θάλασσες του κόσμου κι όπως άγγιζαν τον αφρό όπως άγγιζαν το κύμα σπίθες χρυσές να αναπηδούν, μυριάδες ηλιοτρόπια να βλασταίνουν στη στιγμή, κύματα κι άλλα κύματα από άλλα ηλιοτρόπια χρυσά, ήλιοι λουλουδένιοι, που στραφτάριζαν ονειρικά, θάλασσες απέραντες χωρίς αρχή και τέλος.

Είχε συννεφιά το άλλο πρωί Δεν βγήκε την μέρα εκείνη ο ήλιος. Κατασκότεινος ο ουρανός λες να ήταν βουρκωμένος. Το ηλιοτρόπιο έγειρε στον ίσκιο του ξερό καψαλισμένο, δίχως δροσιά, χωρίς πνοή ανάμεσα στα δροσάτα ηλιοτρόπια του κάμπου.
- «Τα θελε και τα πάθε», είπε ένα ηλιοτρόπιο
- «Πήγαινε γυρεύοντας», είπε ένα άλλο

Έτσι είπαν. Έτσι είπαν και το λυπήθηκαν. Το λυπήθηκαν επειδή κανένα τους δε μάντεψε πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του, κανένας δεν έμαθε ποτέ το τελευταίο όνειρό του.
Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Μένα με σκοτώσανε στο Γκιουλ Μπαξέ.


Του νεκρού αδελφού

Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».

Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
- Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
- Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
- Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
- Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.
- Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».

Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
- Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
- Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

μου τη βιδώνει η επιμονή σου να υποφέρεις τόσο όσο ποτέ δε θα καταλάβεις


Σαν ιδέα είναι τόσο απλή/το κερί καίγεται τόσο μόνο/με ξαναγεννάει άψυχο σε μέρος σκοτεινό και ύποπτο/από την άλλη όμως αυτές οι σκέψεις φαντάζουν τόσο φωτεινές/έλα σ’ αυτό το παράξενο μέρος/σου φυλάω μια θλίψη θανάτου...
Κάποιος με φώναξε Σεμπάστιαν/κάποιος με φώναξε Σεμπάστιαν/να η γραμμή, μπες στη σειρά, σε λίγο πεθαίνεις/όχι...όχι...ναι!
Τα πρόστυχα μάτια σου πακετάρουν ψυχρά/τα χείλη σου δε βγάζουν ήχο/κι όμως παρά το λούκι της φυλακής σε παίρνει για ένα γύρο/μου τη βιδώνει η επιμονή σου να υποφέρεις τόσο όσο ποτέ δε θα καταλάβεις/οδήγησέ με μακριά, έλα μέσα μου/δες το μυαλό μου τρελαίνεται...
Κάποιος με φώναξε Σεμπάστιαν/κάποιος με φώναξε Σεμπάστιαν/κάνε με δικό μου, αγάπησέ μέ με αγάπη τυφλή/όχι...όχι...ναι!Δε θα ‘σαι μόνη σου πια/τώρα μαζί σου κι εγώ χωρίς φόβο βυθίζομαι/καθισμένη σ' ένα μπαρ, αγαπούλα μου, μοιράζεσαι την αγάπη σου/αγγελικό μου προσωπάκι, είσαι μια σκιά κι η λάμψη είναι αόρατη/κανένας δε σ' έκανε ν’ αποφασίσεις αν θα παραμείνεις τυφλή...
Κάποιος με φώναξε Σεμπάστιαν/κάποιος με φώναξε Σεμπάστιαν/κατάρα, κατάρα σ’ αυτό το ταξίδι που φέρνει αγάπη/όχι...όχι...ναι!
Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Και καταντήσαμε που λες ανθρώπινα ρετάλια



Στον ίδιο παρονομαστή
κι εγώ μπήκα με σένα
τη λύση ψάχνω τη σωστή
στα καθιερωμένα.

Χωρίς τηλέγραφο και φως
η επικοινωνία
εγώ σε σκέφτομαι αλλιώς
κι αλλιώς η κοινωνία

Και καταντήσαμε που λες
ανθρώπινα ρετάλια
με αγχη και με απειλές
βρισιές και παρακάλια.
Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

γιατί η ζωή σου είναι δική σου

είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι,οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι
σκύβοντας μαζί κεφαλοκαύκι γεμισμένο άχυρο. Aλίμονο!
οι στεγνές φωνές μας όταν ψιθυρίζουμε μαζί
είναι ήσυχες κι ανόητες σαν άνεμος σε ξερό χορτάρι
ή πόδια ποντικών σε σπασμένο γυαλί στο ξερό μας κελάρι

σχήμα χωρίς μορφή, σκιά χωρίς χρώμα,
παραλυμένη δύναμη, χειρονομία χωρίς κίνηση

αυτοί που πέρασαν
με ολόισια μάτια, στου θανάτου το άλλο βασίλειο
μας θυμούνται -αν καθόλου μας θυμούνται-
σαν κούφιους ανθρώπους
σα βαλσαμωμένους

μάτια δεν τολμώ να δω στα όνειρα στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
αυτά δεν εμφανίζονται εκεί: τα μάτια είναι
ηλιόφως σε μια σπασμένη κολώνα εκεί, είναι ένα δέντρο χορεύοντας
και φωνές
στου ανέμου το τραγούδισμα
πιο μακρινές και πιο τελεστικές από ένα μαραμένο αστέρι

ας είμαι όχι πιο κοντά στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
ας φορέσω επίσης τις μεταμφιέσεις
αρουραίου τρίχωμα, κοράκου δέρμα, κουρελούδες
σ' έναν αγρό
φερόμενος όπως φέρεται ο άνεμος
όχι πιο κοντά

όχι αυτή την τελική συνάντηση
στου λυκόφωτος το βασίλειο

αυτή είναι η νεκρή χώρα αυτή είναι του κάκτου η χώρα
εδώ τα πέτρινα είδωλα σηκώνονται, εδώ λαμβάνουν
την ικεσία ενός χεριού νεκρού ανθρώπου κάτω απ' το σπίθισμα σβησμένου άστρου

αυτό είναι σαν αυτό στου θανάτου το άλλο βασίλειο
ξυπνώντας μόνοι την ώρα που είμαστε
τρέμοντας με τρυφερότητα χείλη που θα φιλούσαν
κάνουν προσευχές σε τσακισμένες πέτρες

αόμματοι
αν δεν τα μάτια μας ξαναφανούν
όπως το αέναο άστρο του πολύφυλλου ρόδου
στου θανάτου το λυκοφωτικό βασίλειο
η ελπίδα μόνο των κενών ανθρώπων
των άδειων ανθρώπων

μεταξύ ιδέας και πραγματικότητας
μεταξύ κίνησης και δράσης
πέφτει η σκιά

μεταξύ αντίληψης και δημιουργίας
πέφτει η σκιά
η ζωή είναι πολύ μακριά

μεταξύ πόθου και σπασμού
μεταξύ δύναμης και ύπαρξης
μεταξύ ουσίας και πτώσης
πέφτει η σκιά
γιατί δικό σου είναι το βασίλειο

γιατί δική σου είναι η ζωή
γιατί η ζωή σου είναι δική σου
δική σου