Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Πάνω στο χέρι μου χωράς να περπατήσεις κι εγώ στα δυο τα μάτια σου χωρώ



Εκεί στην πλώρη μάτια μου χαράζει
μα εδώ στην πρύμνη πέφτει σκοτεινιά
Πως γίνεται η φωτιά θα με ρωτήσεις
μα εγώ δε έχω άλλες απαντήσεις

Εσύ γεννιέσαι κάθε μέρα
και περπατάς μες στον αέρα,
εσύ πετάς μες στα όνειρα σου
και δε ακούς- και δε ακούς τα βήματα σου...

Πάνω στο χέρι μου χωράς να περπατήσεις
κι εγώ στα δυο τα μάτια σου χωρώ
Το ξέρω, μ' αγαπάς θα μ' απαντήσεις
μα εγώ δεν έχω άλλες ερωτήσεις
Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

θα ξανάρθεις να μ' αποχαιρετήσεις, κι εγώ θα σου χαρίσω ένα μυστικό



Αλλά ήρθε η στιγμή που ο μικρός πρίγκηπας, αφού πολύ περπάτησε στην άμμο, στους βράχους και στα χιόνια, ανακάλυψε επιτέλους ένα δρόμο. Κι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στους ανθρώπους. «Καλημέρα», είπε. Ήταν ένας ανθισμένος κήπος με τριαντάφυλλα. «Καλημέρα», είπαν τα τριαντάφυλλα. Ο μικρός πρίγκηπας τα κοίταξε. Έμοιαζαν όλα στο λουλούδι του. «Τι είσαστε;», τα ρώτησε έκπληκτος. «Είμαστε τριαντάφυλλα», είπαν τα τριαντάφυλλα. «Α!» έκανε ο μικρός πρίγκηπας... Κι αισθάνθηκε πολύ δυστυχισμένος. Το λουλούδι του του 'χε πει, πως ήταν το μοναδικό στο σύμπαν. Και να που υπήρχαν πέντε χιλιάδες, όλα τους όμοια, μέσα σ' έναν μόνο κήπο. «θα αισθανόταν πολύ προσβεβλημένο, αν το 'βλεπε αυτό», σκέφτηκε, «θα 'βηχε πολύ καί θα 'κανε πως πεθαίνει, για ν' αποφύγει τη γελοιοποίηση. Και θα 'μουνα υποχρεωμένος να κάνω, πως το φροντίζω, γιατί αλλιώς για να με ταπεινώσει κι εμένα, θ' άφηνόταν στ' αλήθεια να πεθάνει...» Μετά σκέφτηκε κι αυτό: «Νόμιζα, πως έχω τον πλούτο ενός μοναδικού στον κόσμο λουλουδιού καί δεν έχω παρά ένα συνηθισμένο τριαντάφυλλο. Αυτό καί τα τρία μου ηφαίστεια, που μου φτάνουν ως το γόνατο και που το ένα τους ίσως να 'χει σβύσει για πάντα, δεν με κάνουν δα και κανένα μεγάλο πρίγκηπα...» Καί ξάπλωσε στα χορτάρια κι έκλαψε. Τότε είναι που παρουσιάστηκε η αλεπού. «Καλημέρα», είπε η αλεπού. «Καλημέρα», απάντησε ευγενικά ό μικρός πρίγκηπας, που στράφηκε μα δεν είδε τίποτα. «Εδώ είμαι», είπε η φωνή, «κάτω απ' τη μηλιά...» «Ποια είσαι;», είπε ο μικρός πρίγκηπας. «Είσαι πολύ όμορφη...» «Είμαι μια αλεπού», είπε η αλεπού. «Έλα να παίξεις μαζί μου», της πρότεινε ο μικρός πρίγκηπας. «Είμαι τόσο λυπημένος...». «Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου», είπε η αλεπού. «Δεν είμαι εξημερωμένη». «Α! συγνώμην» έκανε ο μικρός πρίγκηπας. Αλλά μετά από σκέψη πρόσθεσε: «Τι σημαίνει «εξημερώνω»;» (...) «Είναι κάτι πολύ ξεχασμένο», είπε η αλεπού. «Σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς"». «Δημιουργώ δεσμούς;» «Βέβαια», είπε η αλεπού. «Για μένα, ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι εντελώς όμοιο με εκατό χιλιάδες άλλα αγοράκια. Και δεν σ' έχω ανάγκη. Και δεν μ' έχεις ανάγκη ούτε κι εσύ. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια με εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Όμως, αν μ' εξημερώσεις, θα 'χουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. θα 'σαι για μένα μοναδικός στον κόσμο, θα 'μαι για σένα μοναδική στον κόσμο...» «Αρχίζω να καταλαβαίνω», είπε ο μικρός πρίγκηπας. «Υπάρχει ένα λουλούδι... νομίζω ότι με έχει εξημερώσει...» «Μπορεί», είπε η αλεπού. (...) Αλλά η αλεπού ξαναγύρισε στην ιδέα της: «Ή ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγώ κότες, οι άνθρωποι με κυνηγούν. Όλες οι κότες μοιάζουν μεταξύ τους, κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους. Έτσι πλήττω λιγάκι. Αλλά αν μ' εξημερώσεις, η ζωή μου θα 'ναι σα φωτισμένη απ' τον ήλιο. θ' αναγνωρίζω έναν ήχο βημάτων πού θα 'ναι διαφορετικός απ' όλους τους άλλους. Τ' άλλα βήματα με κάνουν να ξαναγυρνώ κάτω απ' τη γη. Τα δικά σου θα με καλούν σα μουσική να βγω απ' την υπόγεια φωλιά μου. Και μετά, κοίτα! Βλέπεις εκεί κάτω τους κάμπους με το στάρι; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Το στάρι εμένα μού είναι άχρηστο. Οι κάμποι του σταριού δεν μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι θλιβερό. Αλλά έχεις μαλλιά χρυσαφιά. Έτσι θα 'ναι θαυμάσια, αν μ' εξημερώσεις! Το στάρι, που είναι χρυσαφί, θα με κάνει να σε θυμάμαι. Και θα μ' αρέσει ν' ακούω τον άνεμο στα στάρια...» Η αλεπού σώπασε καί κοίταξε για πολύ το μικρό πρίγκηπα: «Σε παρακαλώ ...εξημέρωσέ με!», είπε. (...) Έτσι ο μικρός πρίγκηπας εξημέρωσε την αλεπού. Κι όταν πλησίασε η ώρα της αναχώρησης: «Α!» είπε η αλεπού... «θα κλάψω». «Εσύ φταις», είπε ο μικρός πρίγκηπας, «εγώ δεν ήθελα καθόλου το κακό σου, αλλά θέλησες να σ' εξημερώσω». «Ναι σίγουρα», είπε η αλεπού. «Αλλά θα κλάψεις!», είπε ο μικρός πρίγκηπας. «Ναι σίγουρα», είπε η αλεπού. «Τότε δεν κερδίζεις τίποτα!» «Κερδίζω», είπε η αλεπού, «εξ αιτίας του χρώματος που έχει το στάρι.» Μετά πρόσθεσε. «Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα, θα καταλάβεις ότι το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο, θα ξανάρθεις να μ' αποχαιρετήσεις, κι εγώ θα σου χαρίσω ένα μυστικό.» Ο μικρός πρίγκηπας πήγε να δει τα λουλούδια (...) καί ξανάρθε στην αλεπού: «Αντίο» είπε. «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια.» «Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια», επανέλαβε ο μικρός πρίγκηπας, για να το θυμάται. «Ο χρόνος που έχασες για το τριαντάφυλλό σου αυτός είναι που κάνει το τριαντάφυλλό σου τόσο σημαντικό.» «Ο χρόνος πού έχασα για το τριαντάφυλλό μου...», έκανε ο μικρός πρίγκηπας, για να το θυμάται. «Οι άνθρωποι ξέχασαν αυτή την αλήθεια», είπε η αλεπού. «Αλλά εσύ δεν πρέπει να το ξεχάσεις. Γίνεσαι για πάντα υπεύθυνος γι' αυτό που έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου...» «Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου», επανέλαβε ο μικρός πρίγκηπας, για να το θυμάται.
Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

χθες το βράδυ είδα έναν φίλο


Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι. Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα που έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. 'Ενα βράδυ που έβρεχε και μ' έπιασε κόψιμο, τα 'κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ως και κορδελάκι με φιόγκο τους έβαλα, πηγαίνοντας πρωί πρωί στη δουλειά, τ' άφησα στη μέση του δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλοτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πως κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ' ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. Ε, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμη τώρα που το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μου έρχονται γέλια. Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. 'Ολο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σισιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ. Τι να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. 'Αλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ' αυτά και μ' αυτά, βρέθηκα μ' όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τι σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τι καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε. Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά σιγά με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη. Μόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε. Στο βάθος της αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι που το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. Μ' έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Ας είναι. Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λογιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. 'Επειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε που πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε Κυριακή και τα πότιζα. Κατόπιν ξεράθηκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. 'Εμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων. "Κάποτε θα 'ρθει και της τουαλέτας η ώρα", έλεγα στη γυναίκα μου που με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι άλλωστε, τι ήταν πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; Η ουρά του γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: 'Εβαλα πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι που να νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ' απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ. Τ' άλλα είδη δε με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει. 'Εχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε και μεις κάτι. Μόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ' άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το 'να μάτι μπλε τ' άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε: Είδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τι λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή - ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Είδες που σε έφερα; Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που κι αν είναι χρήσιμα, π' ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κολόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στιμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ. Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν' αναπνεύσω λιγάκι, ν' ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ' τ' αυτοκίνητα. 'Αλλου είδους αυτός: 'Ενα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. 'Εστησα το αυτί και κατάλαβα. 'Ολο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ' ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.
Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Δεν υπακούνε στο μυαλό σήκωσαν μπαϊράκι


Tράβηξε η καρδιά μου να γράψω την ιστορία μου. Θέλω να την ιδώ γραμμένη και να τη διαβάσω απ’ την αρχή ώς το τέλος σα να ήταν κάποιου άλλου. Πιστεύω πως έτσι θα ξεθυμάνει το φούσκωμα της καρδιάς που μου σταλάξανε τόσα πολλά και διάφορα, τέτοια που ο καθένας δεν θα ήθελε να τα ’χει στη δική του την ιστορία. Έχω σκοπό να δημοσιέψω κιόλας την ιστορία μου.
H χριστιανή που μου κάνει το γραμματικό λέει πως οι πρώτοι χριστιανοί ξεμολογιόντουσαν δυνατά, μπρος σε όλο τον κόσμο, κι όλος ο λαός τούς συγχωρούσε και ξαλάφρωναν για καλά. Όμως τώρα ο κόσμος είναι χαλασμένος και ξέρω πως σήμερα θα βρεθούνε πολλοί που θα σκεφτούνε πως έπρεπε να ντραπώ να ομολογήσω πολλά πράγματα. Eγώ θα πάρω το θάρρος τούς τέτοιους να μην τους λογαριάσω. O άνθρωπος, για να λέγεται αληθινός άνθρωπος, πρέπει να μπορεί νά ’ρθει και στη θέση του άλλου, του ομοίου του. Γιατί απ’ όσα θα σας πω και τα παθήματα και τα φταιξίματα ίδια είναι. Kαι τα φταιξίματα είναι κι αυτά παθήματα.
Δεν εγεννήθηκα κακός ούτε σκέφτηκα ποτές μου να φχαριστηθώ άμα λυπηθεί ο άλλος. Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε για να ζήσω τη ζωή μου όπως την έζησα. Kαι γι’ αυτό παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο. Σε έναν κόσμο που εγώ πρώτος τού τραγούδησα τις χαρές και τις λύπες του, τα πλούτη και τη φτώχεια του, την ορφάνια του και την ξενιτιά του.
Aυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου και πιστεύω ότι όλοι αυτοί για τους οποίους έχω γράψει και γράφω μα και θα γράφω εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν, μια και αυτός είναι ο σκοπός της περιγραφής και εξιστορήσεως της ζωής μου, δηλαδή η συγγνώμη και η συγχώρεση. Γι’ αυτό όσοι θα διαβάσετε την ιστορία μου, φίλοι ή ξένοι, γνωστοί ή άγνωστοι, και μάλιστα οι γνωστοί μου, να ’ρθείτε και να μου σφίξτε το χέρι και να μου πείτε ένα ανοιχτόκαρδο γεια σου. Nα μου πείτε πως όλα περάσανε, ότι όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Nα μου πείτε πως αν ζούσατε την ίδια ζωή με μένα, τα ίδια θα παθαίνατε και τα ίδια θα κάνατε.
Tώρα όλα αυτά βέβαια ανήκουν στο παρελθόν, και την παλιά μου ζωή τη θυμάμαι σαν ένα κακό όνειρο που όταν θα το ιδείς τινάζεσαι από το κρεβάτι σου. Έτσι περίπου τινάζομαι όταν αναπολώ την περασμένη μου ζωή και θυμηθώ τις κακές στιγμές της. Tώρα πια η ζωή μου είναι στρωμένη. Zω ήσυχος, οικογενειάρχης, με καλή και αγαπημένη γυναίκα και τα τρία μου αγόρια. O θεός να μας τα χαρίζει. Tα παιδιά μου τα λατρεύω κυριολεκτικά και τα σπουδάζω και τα τρία για να ζήσουν μεθαύριο άνθρωποι ηθικοί και χρήσιμοι στην κοινωνία, για να τα βλέπω και να τα καμαρώνω και να χαίρομαι.
Θέλω να είμαι περήφανος για τα παιδιά μου, έστω και αν εγώ δεν μπόρεσα να κάνω τους γονείς μου περήφανους για μένα. Aφού λοιπόν δεν μπόρεσα να κάνω τους γονείς μου να υπερηφανεύονται για μένα, ας κάνω το καθήκον μου σαν πατέρας.

(από το βιβλίο: Mάρκος Bαμβακάρης, Aυτοβιογραφία, Eκδόσεις Παπαζήση, 1978)
Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Φοβάμαι...πως χάνω το μέτρημα ....

Τους ανθρώπους της ζωής μου κάθισα να τους μετρήσω
τους παρόντες, τους απόντες κάνα δυο περαστικούς.
Όσους ήρθαν για να μείνουν όσους έφυγαν πριν γίνουν,
τους κοινόχρηστους, τους ξένους, τους πολύ προσωπικούς.

ΡΕΦ: Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι ή μου βγαίνουνε πολλοί
κι είναι η μοναξιά που επείγει ό,τι με μελαγχολεί.
Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι ή μου βγαίνουνε πολλοί
σ' ένα μέτρημα που ανοίγει την παλιά μου την πληγή.

Τους ανθρώπους της ζωής μου θα ' θελα να τους κρατήσω...
Τα αγρίμια, τους αγγέλους και τους πιο κανονικούς.
Όσους άφησαν σημάδι όσους πήρε το σκοτάδι,
τους εκείνους, τους τυχαίους τους πολύ προσωπικούς.

ΡΕΦ: Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι ή μου βγαίνουνε πολλοί
κι είναι η μοναξιά που επείγει ό,τι με μελαγχολεί.
Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι ή μου βγαίνουνε πολλοί
σ' ένα μέτρημα που ανοίγει την παλιά μου την πληγή.

Άνθρωποι μόνοι που άφησαν σκόνη
φιλίες και αγάπες που πήραν οι δρόμοι
κλεμμένοι, κρυμμένοι, κρυφά δανεισμένοι
τυχαίοι, γενναίοι, δειλοί , φοβισμένοι
δικοί μου και ξένοι, γλυκείς και θλιμμένοι
σε σχέσεις, σε σπίτια καλά κλειδωμένοι.
Χαρούμενοι, άσχετοι, συνεπιβάτες
του ωραίου καλλιτέχνες, παιδιά με γραβάτες.
Εχθροί μου και φίλοι, μικροί και μεγάλοι
που δίνουν μα εμμένουν, να κάνουν σπατάλη.
Αγάπες που έμοιαζαν να έχουν αξία
και άλλες που ξέμειναν στη χειραψία.
Ξένοι και συγγενείς που σερβίρουν τα έτοιμα
οι λογικοί κι όσοι ζουν με το αίσθημα.
Οι λογικοί κι όσοι ζουν με το αίσθημα
Οι λογικοί κι όσοι ζουν με το αίσθημα...
Όσοι ζουν με το αίσθημα....
Φοβάμαι...πως χάνω το μέτρημα ....
Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Τώρα με χειρουργεί η αλλήθωρη νεολαία, μια τσογλανοπαρέα, που κάνει κριτική







Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)

("Νέοι της Σιδώνος 1970" του Μανώλη Αναγνωστάκη)
Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

πάρε μυρωδιά, το λάδι εδώ πως καίγεται και ζήσε το ταξίδι.

Εικοσιπέντε μολυβένιοι στρατιώτες, όλοι αδέρφια.Κατασκευάστηκαν κάποτε από το λιώσιμο μιας παλιάς κουτάλας.Είχανε όπλο στον ώμο, ήτανε στητοί και φορούσαν στολές γαλαζοκόκκινες πολύ χαρούμενες.Ένα παιδάκι είχε γενέθλια και αυτό ήταν το δώρο του!!
Τους έβγαλε όλους από το κουτί και τους έστησε πάνω στο τραπέζι.Πόσο μοιάζανε μεταξύ τους οι μολυβένιοι στρατιώτες!!Μόνο ένας ήταν διαφορετικός Είχε μόνο ένα πόδι γιατί ήταν ο τελευταίος και δεν είχε απομείνει πολύ μολύβι.Κι όμως στεκότανε στο ένα του πόδι το ίδιο σταθερά με τους άλλους που είχανε δύο.
Πάνω στο τραπέζι όπου τοποθετήθηκαν οι μολυβένιοι στρατιώτες υπήρχαν κι άλλα παιχνίδια.Ένα καταπληκτικό τραινάκι, δέντρα με πανέμορφα πουλιά, μια λίμνη φτιαγμένη από ένα κομμάτι καθρέφτη και ένα χάρτινο κάστρο.Όμως το ωραιότερο παιχνίδι ήταν μια δεσποινιδούλα στημένη στην ανοιχτή πόρτα του κάστρου. Χάρτινη κι αυτή αλλά φορούσε ένα υπέροχο φόρεμα από μουσελίνα και μια κορδέλα θαλασσιά στους ώμους σαν εσάρπα με χρυσοκλωστή στις άκρες.Το κορίτσι είχε τεντωμένα τα δυο του χέρια γιατί ήταν χορεύτρια και είχε το ένα πόδι σηκωμένο τόσο ψηλά στον αέρα που ο μολυβένιος στρατιώτης δεν το έβλεπε και νόμιζε πως ήταν σαν κι αυτόν.
Πόσο μου μοιάζει σκέφτηκε.Και είναι τόσο όμορφη!!Όμως η κοινωνική διαφορά μας είναι τόσο μεγάλη!!Εκείνη ζει σε ένα χάρτινο κάστρο ενώ εγώ σ'ενα κουτί.Αλλά δεν είναι κακό να την γνωρίσω.
Έτσι εγκαταστάθηκε πίσω από μία ταμπακιέρα που υπήρχε πάνω στο τραπέζι.Από εκεί παρατηρούσε άνετα την μικρή κυρία η οποία εξακολουθούσε να στέκεται στο ένα της πόδι χωρίς να χάνει την ισορροπία της.


-Πόσο θα θελα να με ερωτευτεί μια τόσο όμορφη κοπέλα!!
-Πόσο θα θελα να γίνει δική μου για πάντα!!!
Βράδιασε.....Όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού πήγαν για ύπνο και τα παιδάκια στα κρεβάτια τους.Τώρα ήταν η σειρά των παιχνιδιών να παίξουν. Το τραινάκι έτρεχε ανάμεσα στα δέντρα.Τα ανθρωπάκια κουνιόντουσαν στο λούνα παρκ και γελούσαν.Οι κύκνοι στην λίμνη πολεμούσαν με τα φτερά τους..Γινότανε τέτοιος σαματάς που το καναρίνι ξύπνησε κι αυτό κι άρχισε την φλυαρία.Οι μολυβένιοι στρατιώτες θορυβούσαν μέσα στο κουτί τους γιατί θέλανε κι αυτοί να παίξουν.Ανοίξτε μας!!Θέλουμε να χορέψουμε!!
Αλλά το κουτί δεν άνοιγε....
Οι μόνοι που δεν πήραν μέρος στην γιορτή ήταν ο μολυβένιος στρατιώτης και η μικρή χορεύτρια.
Αυτός στητός, στο ένα του πόδι, δεν πήρε ούτε μια στιγμή τα μάτια του από πάνω της.
Την άλλη μέρα το πρωί τα παιδιά σηκώθηκαν από το κρεβάτι τους και ο μολυβένιος στρατιώτης τοποθετήθηκε στο περβάζι του παραθύρου.Παραμένει άγνωστο αν υπαίτιος ήταν ο φασουλής ή ο αέρας αλλά σε λίγο το παράθυρο άνοιξε απότομα και ο μολυβένιος στρατιώτης έπεσε με το κεφάλι από το τρίτο πάτωμα στον δρόμο.
Τι φοβερή πτώση!!Το ένα του πόδι στριφογύρισε πολλές φορές στον αέρα
Στριφογύριζε! Στριφογύριζε! Στριφογύριζε!
Τέλος ο στρατιώτης προσγειώθηκε απάνω στο καπέλο του και η ξιφολόγχη του χώθηκε ανάμεσα σε δύο πλακάκια του δρόμου.Η καμαριέρα και το αγοράκι έτρεξαν αμέσως αλλά αν και παραλίγο να τον πατήσουν δεν μπόρεσαν να τον βρουν.Αν ο μολυβένιος στρατιώτης είχε φωνάξει "εδώ είμαι" θα τον έβρισκαν εύκολα όμως αυτός σκέφτηκε : Είναι ανάρμοστο για στρατιώτη με στολή να ζητάει βοήθεια!
Τότε άρχισε να βρέχει.Όλο και χόντραιναν οι σταγόνες και έπιασε μπόρα κανονική.
Όταν σταμάτησε πέρασαν δύο αγόρια.Το ένα είπε:
Κοίτα αυτό το μολυβένιο στρατιωτάκι!
Θα κάνει την πρώτη του βαρκάδα.
Φτιάξανε λοιπόν μια βάρκα από κομμάτι εφημερίδα, βάλανε μέσα τον στρατιώτη αφήσανε την βάρκα στα νερά του πεζοδρομίου και τρέχανε πίσω της χτυπώντας τα χέρια τους.Δες! Δες πως σκαμπανεβάζει η βαρκούλα!Τι γρήγορα που στριφογυρίζει θα ζαλιστεί ο στρατιώτης!!
Μπα!Δεν κουνάει ούτε βλέφαρο, κοιτάζει ίσια μπροστά του με το όπλο σφιγμένο στον ώμο του.
Ξαφνικά η βάρκα πέρασε μέσα από ένα μεγάλο λούκι.Ο στρατιώτης βρέθηκε στο σκοτάδι σαν να τον είχαν κλείσει πάλι στο κουτί με τους άλλους.
Αχ! Βοήθεια χάνομαι κατρακυλάω!!
Σίγουρα φάρσα του φασουλή είναι!!!
Μακάρι να ήταν εδώ στην βάρκα κι εκείνη!!
Δεν θα μ ένοιαζε όσο σκοτάδι κι αν είχε!!
Ακριβώς εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε ένας αρουραίος που ζούσε στο λούκι.
Διαβατήριο έχεις;Του φώναξε.
Αλλά ο μολυβένιος στρατιώτης έμεινε σιωπηλός και έσφιξε το όπλο στον ώμο του.Η βάρκα συνέχισε την πορεία της και ο αρουραίος την ακολούθησε.Έξαλλος από θυμό έδειχνε τα δόντια του και φώναζε στα ξυλαράκια και τα άχυρα:
"Σταματήστε τον! Δεν πλήρωσε διόδια και δεν μου έδειξε το διαβατήριο του!
Αλλά το νερό γινότανε όλο και πιο ορμητικό.
Η βάρκα βυθιζόταν, το χαρτί μούλιαζε, το νερό κάλυψε το κεφάλι του στρατιώτη.Αυτός σκέφτηκε την όμορφη χορεύτρια που δεν θα την ξανά έβλεπε ποτέ...
Το χαρτί έλιωσε και ο μολυβένιος στρατιώτης άρχισε να βυθίζεται αλλά την ίδια στιγμή τον κατάπιε ένα μεγάλο ψάρι...Κάποιος ψαράς έπιασε το ψάρι, το πούλησε στην αγορά, κάποιος το αγόρασε και το έφερε στην κουζίνα του σπιτιού και τώρα η μαγείρισσα το καθάριζε με ένα μεγάλο μαχαίρι.
Α! Κοίτα τι έχει μέσα στην κοιλιά του αυτό το ψάρι;Έναν μολυβένιο στρατιώτη!
Τον έπλυναν λοιπόν, τον έβαλαν στο τραπέζι και- όπως όλα τ απίθανα συμβαίνουν σ'αυτον τον κόσμο- ο στρατιώτης διαπίστωσε ότι βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο όπου είχε ξεκινήσει.Είδε τα ίδια παιδιά, τα ίδια παιχνίδια στο τραπέζι και ανάμεσα τους το θαυμάσιο κάστρο με την πανέμορφη χορεύτρια, η οποία στεκόταν ακόμη στο ένα πόδι και το άλλο το είχε μετέωρο στον αέρα.Ήταν κι αυτή ακίνητη και απτόητη.Πόσο συγκινήθηκε ο μολυβένιος στρατιώτης!!Την κοίταξε, τον κοίταξε κι αυτή, σκέφτηκαν τόσα πολλά!!!Αλλά κανένας τους δεν είπε λέξη..Ξάφνου ένα από τα παιδάκια πήρε τον στρατιώτη και τον έριξε αδιάφορα στο τζάκι.
Ο μολυβένιος στρατιώτης στεκότανε τώρα μέσα στις φλόγες. Καιγότανε....
Δεν ήξερε όμως αν αυτή η κάψα ήταν αποτέλεσμα της πραγματική φωτιάς ή της φλόγας της αγάπης του.Είχε χάσει εντελώς το χρώμα του
Κοίταξε την κοπέλα με μάτια γεμάτα πόνο,τον κοίταξε κι αυτή.Τότε ο μολυβένιος στρατιώτης αισθάνθηκε να λιώνει.
Μια πόρτα κατά τύχει άνοιξε, ο αέρας παρέσυρε την χορεύτρια που έτσι αέρηνη και λεπτοκαμωμένη όπως ήταν πετάχτηκε μέσα στο τζάκι, δίπλα στον μολυβένιο στρατιώτη, πήρε φωτιά, καιγότανε τώρα κι εκείνη μαζί του....Τι παράξενο!!! Η μόνη στιγμή που ο μολυβένιος στρατιώτης στάθηκε κοντά στην αγαπημένη του χορεύτρια ήταν...μέσα στην φωτιά...Λιώσανε και οι δυο στις φλόγες της αγάπης!!!
Το άλλο πρωί, όταν η καμαριέρα μάζεψε τις στάχτες, βρήκε....μια μολυβένια καρδιά και ένα χρυσό δαχτυλίδι...

Πηγή το Λουλούδι της κανέλας
Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

όπως τα άφησες εσύ κι όπως τα ξέρεις από της λύπης τον καιρό




Στις 12 Μαΐου του 1992 έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής και στιχουργός Νίκος Γκάτσος, σε ηλικία 81 ετών. «Έγραψε μοναδικά τραγούδια. Όλα τα ακριβά στοιχεία της ποίησής του τα ’κανε στίχους που κινητοποίησαν τη ναρκοθετημένη νεοελληνική ευαισθησία, “έτσι καθώς κοιμόταν αναίσθητη” μες στην απέραντη αισθηματολογία των στιχουργών και των επιθεωρησιογράφων» είχε πει για τον ποιητή της "Αμοργού" ο Μάνος Χατζιδάκις.
Νίκος Γκάτσος: συντροφιά μας οι στίχοι του
Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου…
Από την «Αμοργό» του Νίκου Γκάτσου… Το μοναδικό ποιητικό έργο του σπουδαίου καλλιτέχνη και ένα από τα κορυφαία της ελληνικής ποίησης. Γράφτηκε στην Κατοχή.
Ποιητής, στιχουργός, αρθρογράφος, μεταφραστής και ραδιοσκηνοθέτης, ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στις 30 Απριλίου του 1911 στα Χάνια Φραγκόβρυσης (κάτω Ασέα) της Αρκαδίας, όπου και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο στην Τρίπολη βρέθηκε στην Αθήνα όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχε ήδη μελετήσει Παλαμά, Σολωμό, δημοτικό τραγούδι αλλά και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ευρωπαϊκή ποίηση. Στην Αθήνα ήρθε σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχές και δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα.
Το 1943 κυκλοφόρησε την ποιητική του σύνθεση «Αμοργός», ένα υπερρεαλιστικό κομψοτέχνημα που αν και κατακρεουργήθηκε στα 1943 υμνήθηκε λίγα χρόνια αργότερα και εκδόθηκε σε 308 αντίτυπα από τις Εκδόσεις Αετός, για να επανεκδοθεί από τα 1963 και ύστερα από τις Εκδόσεις Πατάκης. Λέγεται ότι το μεγάλης έκτασης ποίημα γράφτηκε σε μία μόλις νύχτα με το σύστημα της «αυτόματης γραφής», που χρησιμοποιούν οι σουρεαλιστές δημιουργοί.
Δια στόματος του Μάνου Χατζιδάκι η Αμοργός αποτελεί «μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου».
Από τότε έως τον θάνατό του, ο Γκάτσος δημοσίευσε μόνο τρία ποιήματα: «Ελεγείο» (1946), «Ο Ιππότης και ο θάνατος» (1947) και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963). Ασχολήθηκε κυρίως με μεταφράσεις αλλά και με τη συγγραφή στίχων μέσω των οποίων χάρισε στην ελληνική μουσική αξέχαστα τραγούδια, όπως το «Χάρτινο το Φεγγαράκι» και το «Πάει ο καιρός»…
…«Πάει ο καιρός πάει ο καιρός που ήταν ο κόσμος δροσερός και καθ' αυγή ξεκινούσε μια πληγή για να ποτίσει όλη τη γη...»
Το τραγούδι, απαγορεύτηκε από τη δικτατορία. Μετά την πτώση της, το 1974, ο ποιητής όμως θα απαντήσει:
«Ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός πάνου στου κόσμου την πληγή ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός να ξαναχτίσετε τη γη...»
Ο Ν. Γκάτσος πέθανε στις 12 Μαϊου 1992 και τάφηκε στην Ασέα. Θα μείνει για πάντα σαν ο κατ' εξοχήν εκφραστής του ελληνικού ποιητικού υπερρεαλισμού και μια εξέχουσα μορφή του ελληνικού ποιοτικού τραγουδιού.
(από το tvxs)

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Μόνο Σταύρο με λένε



Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας κότσυφας που τον λέγαν Σταύρο
Απέκτησε φωλιά και κοτσυφόπουλα και τόσο περήφανος αισθάνθηκε
που βγήκε και κάθονταν στο κλαδί καμαρωτός καμαρωτός!

Από μακριά έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους
Μπεκάτσες, τσίχλες, περιστέρια, αηδόνια,] τσαλαπετεινοί, κιρκινέζια και παγώνια
Από μακριά τον χαιρετάνε και από κοντά του λένε:
«Γεια σου, Σταύρο!»

-- Δεν με λένε Σταύρο και κυρ Σταύρο!
Μόν' με λένε Σταύρο και κυρ Σταύρο
και αφέντη τσουτσουλομύτη!

Αλλάζει όμως ο καιρός...
Να βροχές! να χαλάζια! να κεραυνοί!
Πάει η φωλιά! Παν τα κοτσυφόπουλα!
Παν όλα... βγήκε και κάθονταν στο κλαδί μονάχος...

... κι από μακριά έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους
Μπεκάτσες, τσίχλες, περιστέρια, αηδόνια, τσαλαπετεινοί και παγώνια
Από μακριά τον χαιρετάνε και από κοντά του λένε:
«Γεια σου Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη τσουτσουλομύτη!»

-- Δεν με λένε Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη τσουτσουλομύτη..
Μόνο Σταύρο με λένε... μόνο Σταύρο...
Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Πράξη τέταρτη: Πάμε να δεις την αυλή που μεγάλωσα

Πάμε κι εμείς στην αυλή του φθινόπωρου
πίσω απ' τα πετρωμένα στάχια του καλοκαιριού
πάμε και 'μείς στα παιδιά που κοιμήθηκαν
κάτω απ 'τα ματωμένα νύχια του περιστεριού
Πάμε να δεις την αυλή που μεγάλωσα
δυο παιδιά ερωτευμένα, δυο παιδιά του καημού  
Ορέστη απ' το Βόλο, Μαρία απ' τη Σπάρτη, γυρεύω τον υιό μου
Ορέστη απ' το Βόλο, Μαρία απ' τη Σπάρτη, γυρεύω τον υιό μου
Μαρία απ' τη Σπάρτη, Ορέστη απ' το Βόλο, την κόρη μου θέλω
Μαρία απ' τη Σπάρτη, Ορέστη απ' το Βόλο, την κόρη μου θέλω
Δυο παιδιά ερωτευμένα, δυο παιδιά του καημού...  

Πράξη τρίτη: Τα δύο παιδιά




Ώρα 9 μ.μ. Σε διάστημα μιας ώρας έγιναν όλα όσα θα χρειάζονταν μια βδομάδα για να χωρέσουν άνετα με κανονική εξέλιξη γεγονότων. Συνοπτικά: Σκοτώθηκε ένα νεαρό αγόρι αγνώστων στοιχείων που χαρακτηρίστηκε αμέσως «αναρχικός:». Μ’ αυτή την ονομασία πέρασε από τον τάφο στη δημοσιότητα κι από τη δημοσιότητα στη μνήμη εκείνων που ορκίστηκαν να θυμούνται. Συγκράτησαν έτσι, το γαλάζιο τριμμένο πουκάμισο του με το σκισμένο γιακά. Το καναρινί πουλόβερ του που ήταν δυο νούμερα μεγαλύτερο από το δικό του και έπλεε πάνω του σαν ξένο. Το σχήμα που είχε το στόμα του ήταν ένα σχήμα χαμόγελου, εντελώς παράλογο και ίσως άκαιρο. Τα ματιά του δεν τα είδαν γιατί του τα ‘κλεισε βιαστικά ο απέναντι περιπτεράς. που έτρεξε συγχρόνως με τους πυροβολισμούς και κατάπιε τη φωνή του «ρ… το παιδί», και μόνο αρκέστηκε στη Φράση «πέθανε, να ειδοποιήσουμε τους δικούς του».
Κάποιος έπιασε τα δάχτυλα τον παιδιού και τα΄ τριψε στις χούφτες του αδέξια, «είναι πεθαμένος» ξαναείπε ο περιπτεράς και κατάπιε την ίδια φράση για δεύτερη φορά. «το φάγατε το παιδί ρ….». Και ο κό¬σμος που είχε μαζευτεί σε κείνο το σημείο και χάζευε διαλύθηκε βίαια από τα όργανα της τάξεως που είχαν ένα ύφος παράξενο. Κάτι ανάμεσα υπεροχή και επάρκεια.

Ώρα 10. 17 μ.μ. Ακριβώς… Το νέο παιδί τρέχει. Είναι λίγο νεότερο από το πρώτο που αναφέραμε, εκείνο με το φθαρμένο γαλάζιο πουκάμισο και το καναρινί τεράστιο πουλόβερ. Είναι ένα παιδί αμούστακο, παιδί-παιδί, λιγνό και ξανθό και τρέχει. Χώνεται στην ανοιχτή πόρτα μιας πελώριας πολυκατοικίας. Τρέχει. Πίσω του τρέχουν δύο σκιές. Δεν είναι πρόσωπα συγκεκριμένα. Είναι σκιές. Μαύρες ή καφέ. Και τρέχουν. Βήμα με βήμα το φτάνουν. Το παιδί χτυπάει πόρτες. Χτυπάει τρελά τις πόρτες. Ξύνει το ξύλο στις πόρτες με τα νύχια του. «Ανοίξτε, για τ’ όνομα του θεού, θα με σκοτώσουν, τους πληρώνουν για να μας σκοτώνουν, ανοίξτε». Οι πόρτες είναι κουφές. Οι πόρτες είναι από ξύλο. Είναι από φόβο και στέκουν ακίνητες. Κλειστές. Οι πόρτες. Και οι σκιές σκεπάζουν ολότελα το παιδί. Τώρα το παιδί έχει γίνει μόνο μια σκιά μέσα στις άλλες τις δυο τις μεγάλες. Μια σκιά πελώρια, μια σκιά με έξι μάτια. Τα δύο πονάνε. Δεν κλαίνε. Πονάνε και αίμα. Το κουφάρι σε σχήμα σάκου μισογεμάτου πετιέται στο δρόμο, « παφ » κάνει και η γωνία γεμίζει κόσμο. Κόσμο και ήχους. Ήχους και μάτια. Μάτια και φόβο. Χαλκοκονδύλη γωνία και Γ’ Σεπτεμβρίου....Αναρχικός. Ετών 17. Επάγγελμα, ανειδίκευτος εργάτης.

Από το βιβλίο ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Ε’ έκδοση, α’ έκδοση 1974, Αθήνα
Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Πράξη δεύτερη: Μια λιγότερο γνωστή ιστορία



Πολυτεχνείο, Νοέμβρης 1973! Η κορυφαία εκδήλωση μαζικής αντίστασης ενάντια στη χούντα! Τα γεγονότα λίγο-πολύ γνωστά... Αυτό όμως που δεν είναι ευρέως ίσως γνωστό είναι η συμπαράσταση και συμμετοχή στην εξέγερση των Μεγαριτών αγροτών στα γεγονότα του Πολυτεχνείου...

Το μεσημέρι 16 Νοεμβρίου 1973, επιτροπή των αγροτών από τα Μέγαρα, που είχαν ξεσηκωθεί ενάντια στις απαλλοτριώσεις της γης τους, επισκέπτονται τη Συντονιστική Επιτροπή και ο σταθμός μεταδίδει: "Ο λαός των Μεγάρων στέκεται και υπόσχεται να αγωνιστεί στο πλευρό του φοιτητικού και εργαζόμενου λαού... Ο αγώνας είναι κοινός... Δεν είναι μόνο για την πόλη των Μεγάρων ή το Πολυτεχνείο... Είναι για την Ελλάδα. Για το λαό της που θέλει να καθορίσει τη ζωή του. Να πορευτεί στο δρόμο της προκοπής. Βασική προϋπόθεση, η ανατροπή της δικτατορίας και η αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας".

Είχε προηγηθεί μακρά περίοδος αγώνων του Μεγαρικού λαού ενάντια σε σχέδια της χούντας να παραδώσει στον όμιλο Στρατή Ανδρεάδη, εκτάσεις στην Πάχη για την κατασκευή διυλιστηρίων στην Πάχη. Την περίοδο εκείνη καταστράφηκαν εκτάσεις με λιόδεντρα και επιχειρήθηκαν απαλλοτριώσεις εκτάσεων που προκάλεσαν τον ξεσηκωμό των Μεγαριτών! Κι αυτά μέσα στη χούντα!

Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 1973 (12/10), γίνεται δίωρη γενική απεργία, ενώ στις 14/10 πραγματοποιείται συλλαλητήριο 12000 (!) κατοίκων της πόλης για την ίδια υπόθεση! Συστηματικές αντιδράσεις εξαναγκάζουν τις μπουλντόζες του Ανδρεάδη να πάρουνε δρόμο από την Πάχη και τα καταστροφικά σχέδια της κατασκευής διυλιστηρίων στη Πάχη να πάρουν τέλος!
(πηγή:ΒΟΥΡΚΑΡΙ.για την προστασία του υγροβιότοπου Βουρκάρι Μεγάρων)http://vourkari.blogspot.com
Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Πράξη πρώτη:η μεγάλη έξοδος

Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο.Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου
απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που 'λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες,με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου να 'ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκερη τη γη για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ' απ' την άκρη της απελπισίας, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.
(Η "μεγάλη έξοδος" από το "Άξιον εστί" του Οδυσσέα Ελύτη)

και θα μ' έβρει το πρωί πάνω σ' ένα σκαλοπάτι να ονειρεύομαι τη νύχτα αυτή.



Βαρέθηκα τους ίδιους δρόμους,εμπούχτησα τα σκοτεινά στενά.
Τους θυελλώδεις τροχονόμους με τα κράνη τα λευκά.

Το γυαλιστερό αυτοκίνητό μου, το σιχαμένο το εγώ μου,
βράδυ κι όλα κινούνται απειλητικά.

Οι δρόμοι ίδιοι κι απροσπέραστοι,8 η ώρα και νεκρός μέσα στην κίνηση,
στη λεωφόρο τη σπαρμένη με σιδερένια κλουβιά και στα φανάρια δύο-δύο τα ξυπόλυτα παιδιά.

Φωκίονος Νέγρη Ελευσίνα, στην άσφαλτο ολόκληρη Αθήνα
και στον αέρα απάνω disco μουσική σταλμένη πάντα από την Αμερική.

Θα κλειστώ μέσα μου να μελαγχολήσω, μια που δεν μπορώ να κάνω πίσω
και θα μ' έβρει το πρωί πάνω σ' ένα σκαλοπάτι να ονειρεύομαι τη νύχτα αυτή.
Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

....ψάξε και βρες το πριν σε κλείσει η νύχτα σ' ένα υπόγειο βαθύτερο από τούτο...



Τους ήλιους δεν εμέτρησες που σε ζητήσαν τόσα χρόνια;
Πού 'σαι γυναίκα με τα γαλάζια τσίνορα

Σ' έκρυψε στο φουστάνι της η μαραμένη κοπέλα
πέντε χειμώνες σ' έθαψαν σε χιόνι λασπερό

Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται απ' τη νιότη σου
γι' αυτό νωρίς βραδιάζει πριν χορτάσεις
το μεσημέρι καίει στα ψηλά τα δώματα
το κύμα του ξανθό λούζει τους δρόμους

Πεθαίνεις με τους ποιητές κάθε ηλιοβασίλεμα
τα χέρια σου μυρίζουν απ' τα μαλλιά τους
χτυπάει η καμπάνα που δεν πιστεύεις πια
σε ξένη αυλή συνομιλείς με το φεγγάρι

Σου 'φερε ο Μυλόζ φέτος την άνοιξη
την πείνα σου ποιος άλλος μπορούσε να νοιαστεί
φουρτούνιασε τη γειτονιά το φιλντισένιο αμάξι του
γίνου όμορφη, γίνου όμορφη,στα περιβόλια θα σε δείξει

Έχεις ένα χαμόγελο από μαργαριτάρια
ψαράδες Σικελοί στο ταίριαξαν να το φοράς
ψάξε και βρες το πριν σε κλείσει η νύχτα
σ' ένα υπόγειο βαθύτερο από τούτο

Ρίτα Μπούμη - Παπά (1906 - 1984).Βιογραφικό:(πηγή: www.books.gr)

Η Ρίτα Μπούμη γεννήθηκε στη Σύρο. Το 1920 εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου σπούδασε παιδαγωγική και ειδικεύτηκε στη μέθοδο Montessori . Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια σε περιοδικά όπως η Νέα Εστία, το Νέον Κράτος, η Νέοι ρυθμοί και εφημερίδες όπως η Αλλαγή, η Μάχη, η Αυγή (την περίοδο 1957-1960). Υπήρξε αρχισυντάκτις του περιοδικού Ιόνιος Ανθολογία (από το 1929), εκδότρια των περιοδικών Εφημερίδα των ποιητών (1956-1958) και Κυκλάδες (1930-1932) και διευθύντρια του Ιδρύματος Περιθάλψεως Παιδιού (1930-1933). Το 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά, με τον οποίο έζησε στα Τρίκαλα ως το 1940, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με τη δημοσίευση του ποιήματός της Μικρέ μου αλήτη στη Νέα Εστία, ενώ σε παιδική ηλικία είχε δημοσιεύσει ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων (1919). Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση αλλά και με την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, τη μετάφραση (έργα των Λ.Λέβτσεφ, Σολόχωφ, Μπέκετ, Μπέττι, Ουγκώ και άλλων). Τιμήθηκε με τον Α’ Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1935), το Α Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Διεθνές Βραβείο Συρακουσών (1949), το Βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1965) καθώς και από το Ρουμανικό κράτος και την Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρωσικά, ισπανικά, ουγγρικά, σερβικά, πολωνικά, αλβανικά, πορτογαλικά και άλλες γλώσσες. Η Ρίτα Μπούμη - Παπά τοποθετείται χρονικά στους έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου. Η γραφή της χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από τη φυσιολατρεία της, και παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία του αισθησιασμού, του λυρισμού αλλά και του πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά έργα της. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Ρίτας Μπούμη - Παπά βλ. Αργυρίου Αλεξ., “Ρίτα Μπούμη - Παπά”, Η ελληνική ποίηση Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου, σ.404-415. Αθήνα, Σοκόλης, 1979, Γιάκος Δημήτρης, “Μπούμη - Παπά Ρίτα”, Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Ζήρας Αλεξ., “Μπούμη - Παπά Ρίτα”, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 7. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987.(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

βάλε στη σκιά σου τούτο το παιδί....



Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ


Η γέννηση του πασίγνωστου λαϊκού μας ήρωα του ελληνικού θεάτρου σκιών , του αγαπημένου μας Καραγκιόζη, δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη και έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις πάνω στο θέμα αυτό. Η ιστορία της δημιουργίας του βασίζεται σε προφορικές παραδόσεις από τις οποίες η πιο διαδεδομένη αναφέρεται στον γνωστό θρύλο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη που ζούσαν στην Προύσα.
Ο Χατζηαβάτης ήταν εργολάβος οικοδομών και είχε αναλάβει να χτίσει το σαράϊ του πασά της Προύσας.
Πήρε στο γιαπί εργάτες και αρχιμάστορα έβαλε τον Καραγκιόζη που ήταν μαραγκός, μα είχε μυαλό πρωτομάστορα. Ο πασάς είδε ότι το σαράϊ αργούσε να τελειώσει κι εφοβέρισε τον Χατζηαβάτη πως θα τον θανατώσει. Ο Χατζηαβάτης φοβήθηκε και φανέρωσε στον πασά ότι φταίχτης ήταν ο Καραγκιόζης που έλεγε αστεία στους μαστόρους και γελούσαν.
Ο πασάς φοβέρισε και τον Καραγκιόζη αλλά εκείνος εξακολούθησε να αστειεύεται. Ετσι ο πασάς τον θανάτωσε.
Ολοι αγανάχτησαν με τον άδικο σκοτωμό του Καραγκιόζη κι ο πασάς για να ημερέψει τον λαό έχτισε ένα ωραίο μνημείο στην Προύσα κι έθαψε εκεί τον Καραγκιόζη με μεγάλες
τιμές. Η αδικία όμως αυτή κόστισε πολύ στον πασά κι αρρώστησε βαριά.
Οι άλλοι αγάδες για να διασκεδάσουν τον πασά έφεραν τον Χατζηαβάτη στο σαράϊ να του λέει τα χωρατά του Καραγκιόζη.
Μια μέρα ο Χατζηαβάτης έκοψε έναν χάρτινο Καραγκιόζη, τέντωσε ένα πανί που το φώτισε κι έδωσε παράσταση Καραγκιόζη. Ο πασάς ευχαριστήθηκε τόσο που του έδωσε άδεια να παίζει παραστάσεις όπου θέλει. Λέγεται, λοιπόν, πως έτσι δημιουργήθηκε ο Καραγκιόζης.
Υπάρχει όμως και ακόμα ένας θρύλος για τον Καραγκιόζη που
αναφέρεται στην ιστορία ενός έλληνα από την Υδρα, του Γ. Μαυρομάτη και τοποθετείται χρονολογικά περίπου τον 18ο αιώνα. Ο Μαυρομάτης, λέγεται ότι ήλθε στην Τουρκία από την Κίνα με το θέατρο σκιών του. Αποφασίζοντας να εγκατασταθεί πλέον μόνιμα στην Πόλη, προσάρμοσε τόσο τη ζωή του όσο και το θέατρό του στα ήθη των τούρκων. Έτσι, ονόμασε τον πρωταγωνιστή του Καραγκιόζ, προέκταση στα ελληνικά Καραγκιόζης, που στα τούρκικα σημαίνει μαυρομάτης. Ο Μαυρομάτης πέθανε στην Τουρκία και πληροφορίες αναφέρουν ότι είχε βοηθό του τον Γιάννη Μπράχαλη, τον πρώτο καλλιτέχνη του είδους που έφερε τον Καραγκιόζη στην Ελλάδα.
Οι πρώτες ιστορικά βεβαιωμένες πληροφορίες για το θέατρο του Καραγκιόζη εντοπίζονται στα μέσα του 17ου αιώνα και μας τον παρουσιάζουν να
εκφράζει εικόνες από την ζωή των Τούρκων. Πολλοί υποστήριξαν ότι ο Καραγκιόζης μας ήταν τούρκικο θέατρο, όμως, όποιος γνωρίζει τον πνευματικό χαρακτήρα των λαών που ζούσαν μέσα στην τουρκική αυτοκρατορία, δύσκολο να φαντασθεί τούρκο, ή εβραίο ή αρμένη για δημιουργό του Καραγκιόζη και μάλιστα εμπνευσμένο από τη ζωή δυο
ελλήνων: του Χατζηαβάτη και του Μαυρομάτη. Απλώς, η εντύπωση δημιουργήθηκε γιατί, μετά την εμφάνιση του Καραγκιόζη, η τουρκική κυριαρχία απλώθηκε σ'όλες τις χώρες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και επόμενο ήταν το θέατρο σκιών να πάρει μορφή και έκφραση σύμφωνα με τις νέες κοινωνικές συνθήκες, δηλαδή, οθωμανική.
Ήταν, επομένως, λογικό οι ακόλουθοι τέσσερις σχεδόν αιώνες της τουρκοκρατίας να έχουν σαν αποτέλεσμα να ξεχασθεί τόσο πολύ η ελληνικότητά του, ώστε οι περισσότεροι ερευνητές να χαρακτηρίζουν τον Καραγκιόζη σαν τούρκικο θέατρο σκιών. Παρουσίαζε την τούρκικη ζωή ο Καραγκιόζης επειδή μέσα στην τουρκοκρατία διαμορφώθηκε και προς τους Τούρκους κυρίως απευθυνόταν. Ήταν ανάγκη, επομένως, να καλυφθεί με τούρκικο όνομα ο κεντρικός του ήρωας, γιατί διαφορετικά ήταν αδύνατον να ελέγχει τα φαινόμενα και τους τύπους της τούρκικης κοινωνικής ζωής.

Η κοινωνική ιστορία του Θεάτρου Σκιών

Το Θέατρο Σκιών έστησε το τσαντίρι του στα μοναστήρια, στους τεκέδες, αλλά και στα εργαστήρια των βιοτεχνών του Παζαριού, που έγινε το επίκεντρο της πόλης σ'όλη την Ανατολή.
Εδραίωσε μιαν ισότιμη σχέση και διαλεκτική ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο και διαχώρισε όλες τις κοινωνικές ομάδες της οθωμανικής επικράτειας σε τρεις "τάξεις", ανάλογα με τη θέση που έπαιρνε το κάθε άτομο στην παραγωγή:
α) στην τάξη των "ανθρώπων του σπαθιού", όπου κατατάχθηκαν οι εμπειροπόλεμοι των φυλών του βουνού και της ερήμου, κτηνοτρόφοι και διαμετακομιστές,
β) στην τάξη των "ανθρώπων του σφυριού και του δρεπανιού", όπου κατατάχτηκαν οι βιοτέχνες της πόλης και των κεφαλοχωρίων καθώς και οι καλλιεργητές των κάμπων και
γ) στην τάξη των "ανθρώπων της πένας", στην οποία κατατάχτηκαν τα μέλη της μουσουλμανικής και χριστιανικής ιεραρχίας, που αποτέλεσαν τη νομοθετική, δικαστική, διπλωματική και αργότερα διοικητική υπαλληλία και γραφειοκρατία.
Η κατάταξη έγινε στο πανί του Θεάτρου Σκιών.
Ο Καραγκιόζης ο Τσιγγάνος, έγινε σύμβολο των ανθρώπων του σφυριού, των βιοτεχνών του Παζαριού γενικά. Ο Χατζηαβάτης έγινε το σύμβολο των γραμματιζούμενων, των ανθρώπων της πένας κι ο Μουσταφάς ο Μπεκρής, σύμβολο των πολεμιστών που είναι συνέχεια μεθυσμένοι από τη δύναμή τους.
Ο Καραγκιόζης δεν ήταν τουρκικός όπως γράφτηκε συχνά. Το Παζάρι ήταν και ελληνόφωνο και τουρκόφωνο κι ο Καραγκιόζης παιζόταν από την αρχή που εμφανίστηκε και στις δύο γλώσσες του Παζαριού: και στην ελληνική λαϊκή και στην τούρκικη λαϊκή γλώσσα. Καλλιεργούσε τη διαλογική συζήτηση. Δίδασκε στους θεατές το
διάλογο, το παζάρεμα, τις έξυπνες ατάκες και το λογοπαίγνιο που επιτρέπει στον καθένα να είναι ετοιμόλογος.
Αυτή η μορφή του Οθωμανικού Θεάτρου Σκιών που γεννήθηκε στη Μικρασία και στην Κωνσταντινούπολη, κυριάρχησε παντού, σε όλη την Ανατολή, στα Βαλκάνια και στη Βόρεια Αφρική. Και απ'αυτήν θα προκύψουν αργότερα οι εθνικές
μορφές του Θεάτρου Σκιών, στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στη Ρουμανία, στη Γεωργία, στο Ιράκ, στη Συρία, στην Αίγυπτο, στη Λιβύη, στην Τυνησία, στην Αλγερία αλλά και στην Ευρώπη.

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Ο Καραγκιόζης δεν ήταν άγνωστος στην Ελλάδα πριν από την Απελευθέρωση. Μάλιστα
λέγεται ότι, τον καιρό που ετοιμαζόταν η επανάσταση, το θέατρο αυτό χρησίμευε σαν τόπος συνάντησης των αρχηγών της που κατάστρωναν εκεί τα σχέδιά τους δίχως να τους υποψιαστούν οι Τούρκοι.
Παιζόταν, βέβαια, στην ελληνική γλώσσα αλλά αποτελούσε θέαμα ακατάλληλο, χυδαίο ενώ τα βασικά του στοιχεία ήταν τούρκικα. Επρόκειτο άλλωστε για θέατρο που περιόδευε από περιοχή σε περιοχή ξεκινώντας κυρίως από την Πόλη. Μετά την απελευθέρωση, ο Καραγκιόζης εγκαθίσταται μόνιμα στην Ελλάδα και από τις αρχές πλέον του 1900 μπορούμε να μιλάμε για καθαρά ελληνικό Καραγκιόζη.
Σήμερα, η θεατρική αυτή παράδοση συνεχίζεται με ενδιαφέρον από διάφορους παίκτες σε όλη την Ελλάδα, μα και στο εξωτερικό και οι θεατές εξακολουθούν να την δέχονται με μεγάλη αγάπη και απέραντη νοσταλγία. Πρόκειται για μια κληρονομιά πολύτιμη που δεν πρέπει να χαθεί και αξίζει γιατί ο ήρωάς της είναι ο καθρέφτης της γνήσιας ελληνικής
ψυχής.

Φιγούρες του ελληνικού Θεάτρου Σκιών

Ο Καραγκιόζης: Είναι ο ιδανικός τύπος του φτωχού Έλληνα, του τόσο φτωχού που έχει πια απαρνηθεί κάθε ιδιωτική φροντίδα κι έχει εξυψωθεί σε εύθυμη φιλοσοφική θεώρηση της ζωής. Είναι αγαθός, σκληρός καμιά φορά στ'αστεία του, αλλά καλόκαρδος στο βάθος. Γεμάτος τεμπελιά και αισιοδοξία, αλλά και γεμάτος διάθεση ν'ανακατεύεται σε όλα. Τον ενδιαφέρει κάθε τι που γίνεται γύρω του, όλους τους πειράζει και τους κοροϊδεύει και προ πάντων τον ίδιο τον εαυτό του. Το χέρι του είναι εξαιρετικά ευκίνητο και υπερβολικά μακρύ, για σκηνικούς λόγους, για να μπορεί να ξύνει την πλάτη του και το κεφάλι του ή για να χειρονομεί. Επίσης έχει συμβολική σημασία γιατί εκπροσωπεί το έξυπνο πνεύμα του. Καρπαζώνει προθυμότατα, δέρνει αλλά και δέρνεται. Είναι ευφυολόγος, ετοιμόλογος και αστείος, ποτέ όμως γελοίος. Δεν είναι ταπεινός, ούτε όταν δέρνεται. Το δέχεται κι αυτό σαν μια κακοτυχία του και σαν συνέπεια της κακοκεφαλιάς του, με την ίδια εύθυμη εγκαρτέρηση και το ίδιο ειρωνικό του κέφι.
Ο Χατζηαβάτης: Ο τύπος του ραγιά που ζει ακόμα με την ανάμνηση της τουρκοκρατίας. Παμπόνηρος, ανήσυχος για όλα, αδύνατος, δειλός και κόλακας, κυρίως απέναντι στους ισχυρούς. Προσποιείται τον μισοκακόμοιρο ενώ ο νους του δουλεύει και ειδικά στις βρομοδουλειές. Από την άλλη πλευρά, εκπροσωπεί τον τύπο του βιοπαλαιστή αστού. Το επάγγελμά του είναι τελάλης, μεσίτης και ταχυδρόμος που εκτελεί παραγγελίες του μπέη και του πασά. Ωστόσο είναι ευγενικός, αξιοπρεπής και αξιόπιστος. Οικογενειάρχης, αν και δεν παρουσιάζεται αυτό ποτέ στη σκηνή, είναι πιο μορφωμένος κοινωνικά από τον Καραγκιόζη και γνωρίζοντας καλύτερα τον κόσμο προσπαθεί πάντα να διορθώνει τον
φίλο του ή να τον δασκαλεύει.
Μπαρμπα - Γιώργος: Εκπροσωπεί τον βουνίσιο έλληνα, τον γνήσιο ρουμελιώτη που ο χαρακτήρας του παρέμεινε αδιάφθορος μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Είναι τύπος αγαθός, ηθικός και δυνατός. Καμαρώνει που είναι θείος του Καραγκιόζη και γι'αυτό του προσφέρει στοργικά την προστασία του.

Από τη Σοφία Καρυπίδου
sofia@karipidou.de
Περισσότερες πληροφορίες
http://www.karagiozis.gr
Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Αμέτρητοι λογαριασμοί και λάθος υπολογισμοί


Μ` απέλυσαν απ` τη δουλειά
Με χώρισε η γυναίκα μου
Έχασα στο Κίνο δανεικά και πώς τα δίνω
Το νοίκι ρέει , χρέη
Η ζωή μου παραπαίει
Αμέτρητοι λογαριασμοί και λάθος υπολογισμοί

Και σαν να μην φτάναν όλα αυτά
Στην Αττική το απόγευμα
Για πυροσβεστήρα πήρα κλήση 80 €
Και μες την γκαντεμιά μου
Μες τον πανικό πηγαίνω
Βάζω τα καλά μου παίρνω ό, τι έχω βγαίνω και
Χορεύω, χορεύω ό, τι προβλήματα έχω στην άκρη τ` αφήνω
Ξεδίνω, παίρνω φόρα πάω στο μπαρ
Βάζω τεκίλα και πίνω και πίνω
Για την στιγμή για την χαρά για την παρηγοριά

Χτυπάει το άγχος απ τη μια
Από την άλλη η καρδιά
Βραδυκαρδία παίρνω χάπια για την αϋπνία
Σαν ταινία βγάζει πιστόλι η εφορία
Σηκώνω τα χέρια φωνάζω για φόνο
Της λέω θέλω χρόνο αφού χρόνια πληρώνω

Και σαν να μην φτάναν όλα αυτά
Στην Αττική το απόγευμα
Για πυροσβεστήρα πήρα κλήση 80 €
Και μες την γκαντεμιά μου
Μες τον πανικό πηγαίνω
Βάζω τα καλά μου
Παίρνω ό, τι έχω βγαίνω και
Χορεύω, χορεύω ό, τι προβλήματα έχω στην άκρη τ` αφήνω
Ξεδίνω, παίρνω φόρα πάω στο μπαρ
Βάζω τεκίλα και πίνω και πίνω
Για την στιγμή για την χαρά για την παρηγοριά

Και χορεύω, χορεύω ό, τι προβλήματα έχω στην άκρη τ` αφήνω
Ξεδίνω, παίρνω φόρα πάω στο μπαρ
Βάζω τεκίλα και πίνω και πίνω
Για την στιγμή για την χαρά για την παρηγοριά
Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

το ξέρω πως παίζω γυμνή, κι εγώ με τη φωτιά, μα είμαι φτιαγμένη από σάρκα, και πάντα διψούσα.



Αν είμαι απόψε τρελή,και μετράω καρδιά και κραυγή,
φταίει η Σελήνη,
Σάββατο βράδυ βυθός,Κυριακή των τρελών που διψούν,
για ό,τι σβήνει.

Αυτό το σώμα το γυμνό,θα μου το πάρει,
ο εραστής ο σκοτεινός,κι ο άδειος ουρανός.

Γυρίζω τρελή και φωνάζω,
για τέσσερα φιλιά,
απόψε φοράω τακούνια,
μετάξια και λούσα,
το ξέρω πως παίζω γυμνή,
κι εγώ με τη φωτιά,
μα είμαι φτιαγμένη από σάρκα,
και πάντα διψούσα.

Λύνω τα μαύρα μαλλιά,τα κουμπιά μου ανοιχτά στη βροχή,
μα δε με νοιάζει,
Σάββατο βράδυ βυθός,Κυριακή των τρελών που περνούν,
καθώς χαράζει.

Αυτό το σώμα το γυμνό,θα μου το πάρει,
ο εραστής ο σκοτεινός,κι ο άδειος ουρανός.

Γυρίζω τρελή και φωνάζω,
για τέσσερα φιλιά,
απόψε φοράω τακούνια,
μετάξια και λούσα,
το ξέρω πως παίζω γυμνή,
κι εγώ με τη φωτιά,
μα είμαι φτιαγμένη από σάρκα,
και πάντα διψούσα.
Μα είμαι φτιαγμένη από σάρκα,
και πάντα διψούσα,
μα είμαι φτιαγμένη από σάρκα,
διψούσα.

Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική: Στάμος Σέμσης
Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Ας με χτυπούν πάντα κι ακόμα. Θα 'μαι το χώμα που το πατούν


Τώρα η βραδιά,
γλυκιά που φτάνει,
θα μου γλυκάνει
και την καρδιά.
Τ' αστέρια εκεί
θα δω, θα νιώσω
οι άνθρωποι πόσο
είναι κακοί.
Κλαίοντας θα πω:
«ʼστρα μου, αστράκια
τ' άλλα παιδάκια
θα τ' αγαπώ.
»Ας με χτυπούν
πάντα κι ακόμα.
Θα 'μαι το χώμα
που το πατούν.
»άστρα, καθώς
άστρα και κρίνο,
έτσι θα γίνω
τώρα καλός.»
Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

Aν επήγαινα να ρωτούσα, άραγε θα την έβρισκα αυτή την κοπέλα;



Θυμάμαι το θέρο στο χωριό όταν ήμουνα παιδί. Aπέναντι στο χωριό ήταν η χωράφα, ένα μεγάλο χωράφι. Mας χώριζε ο ποταμός ο Πλατύς. Eίχε ένα αλώνι εκεί. Xαρά στ’ αλωνίσματα! O ποταμός έφευγε από την Πηγή, πιο πάνω ακόμα, και είχε την ονομασία Πλατύς στο μέρος αυτό. Mετά όσο κατέβαινε ο ποταμός δε θα μπορέσω να ξέρω πώς τον λέγανε. O ίδιος θα ήτανε. Kαι πέρναγε από τα Σαντορινέικα που λέγαμε και πήγαινε και χύνονταν στη θάλασσα. Tα Σαντορινέικα ήταν γειτονιά. Yπήρχαν πολλοί Σαντορινιοί εκεί όπου καθόντουσαν και πηγαίναμε κει και παίζαμε στα ποτάμια με τα νερά. Eκάναμε βαποράκια ψεύτικα από χαρτόνια, από τενεκέδες. Eίχε κάτι γούβες στις οποίες εσταμάταγε το νερό και κει παίζαμε διάφορα παιδάκια, εγώ, κάποιος άλλος Πέτρος Δελασούδας, ένας άλλος Πέτρος Προβελέγγιος, ένας άλλος Δημήτριος Δελασούδας, πολλά παιδάκια δηλαδή της συνοικίας του Σκαλιού. Tο ποταμάκι αυτό τότε είχε πάντα λίγο νερό ακόμη και το καλοκαίρι απ’ την πηγή, και παίζαμε.
Πηγαίναμε το λοιπόν στους αγρούς με κάτι καλάμια που τα βάζαμε μέσα χώμα, κάναμε τα καλάμια τουφέκια και κυνηγάγαμε μ’ αυτά τα πουλιά του καιρού εκείνου. Όταν ήταν δηλαδή ο καιρός που υπήρχαν τα σύκα και τα σταφύλια κυνηγάγαμε κάτι κεφαλάδες, κάτι πούλες μονές, κάτι διπλές πούλες που ήταν τα ίδια σαν τις άλλες πούλες αλλά πιο μεγάλα. Mερικές φορές τα πιάναμε δε και με τα χέρια αυτά τα πουλιά. Mικρά πουλάκια αλλά πετάγανε, και κυνηγότανε με το καλάμι. Tα φανέτα ήταν μικρά πουλιά σα σπουργίτια. Tα σκαρθιά είναι μικρά. Aυτά τα πιάναμε με τα χέρια. Περιηγητικά πουλιά. Aυτά φεύγουν κι έρχονται πάλι κάθε καλοκαίρι. Kαρδερίνια και λούγκρα. Yπήρχαν ορτύκια και τρυγόνια αλλά αυτά δεν τα πιάναμε με τις βέργες. Aυτά θέλανε όπλο. Δεν μποράγαμε να την κάνουμε αυτή τη δουλειά. O πατέρας μου μ’ έπαιρνε μαζί του που εκυνήγαγε και τα γνώριζα. Eγνώρισα τα τρυγόνια, τα ορτύκια, τους τσαλαπετεινούς, εγνώρισα πολλά άλλα πουλιά, διάφορα.
Kαι γυρίζαμε και βρίσκαμε σε κάτι θυμάρια κάτι έντομα που τα λέγαμε μεταξάδες και καθόμαστε και τα μαζεύαμε. Ήταν χρυσά, πρασινωπά. Άλλα ήταν θηλυκά, άλλα αρσενικά και τα βάζαμε μέσα σε κουτιά σπίρτων ή και πιο μεγάλα και τα ρίχναμε απ’ αυτή την τροφή που τα βρίσκαμε και καθόντουσαν επάνω, και τα παίρναμε και τ’ αφήναμε και γεννάγανε αυτά και μεγαλώνανε. Λέγαμε θα γεννήσουν. Oυδέποτε όμως τα είδα εγώ ούτε να γεννήσουν ούτε τίποτε. Tα λέγαμε μόνο. Όχι μόνο εγώ, αλλά πολλά παιδιά της ηλικίας μου τα παίζαμε αυτά. Ύστερα πάλι εκάναμε αετούς, στεφανωτά τα λέγαμε, με κόλες από χαρτί. Tα κολλάγαμε με καλάμι και τα στέλναμε. Tα πετάγαμε όπου όπου, όμως μάλλον στην Πορτάρα που ήταν ανοικτό μέρος. Aγοράζαμε σπάγγους από διάφορα μέρη και παίζαμε με τα στεφανωτά. M’ αυτά τραβιόντουσαν τα παιδάκια όλα, και στο σχολείο γράμματα.
Tα παιδιά στο Σκαλί γυρίζαμε εκεί στις γειτονιές όταν δεν είχε σχολείο και παίζαμε. Yπήρχε ένα παιχνίδι. Ένα παιδί έσκυβε κι οι άλλοι σαλτέρνανε και πέρναγαν από πάνω. Δε θυμάμαι πώς το λέγαμε. Ύστερα παίζαμε βόλους, μπάλες, γυαλένιοι και πέτρινοι. Tα μαζεύαμε και τα πουλάγαμε κατόπι για να ’χουμε χαρτζιλίκι, γιατί το φράγκο ήταν μεγάλη δουλειά τότε. Tο φράγκο, το πενηνταράκι, πρόκανα και δυο δεκάρες, μέχρι που προκάναμε τις δεκάρες τις παλαιές από ασήμι. Aσημένια εικοσαράκια του καιρού εκείνου του Όθωνα ήτανε.
Yπήρχανε και τα μικρά μαλώματα με τα παιδιά. Όχι μόνο εγώ, όλα τα παιδάκια. O ένας γιατί μου ’κλεβες τους βόλους, ο άλλος, γιατί μου ’σπασες το στεφανωτό, ο άλλος, γιατί πήγες και πήρες σύκα από τα σύκα τα δικά μας, ο άλλος, χίλια δυο διάφορα πράματα. Eγώ εμάλωνα με το γιο του Tσίπουρου. Λεγότανε κι αυτός Aλτουβάς ο οποίος μαλώναμε πολύ τακτικά. Παίζαμε βόλους, ερχόντανε εκεί και μαλώναμε δυνατά, χτυπιόμαστε, παλεύαμε κλπ. Aλλά και γω δεν τα παρατούσα. Bριζόμαστε, σπάζαμε τα κεφάλια. Πολλά πράματα παιδιακίστικα. Oι μανάδες πολεμάγαν να μη μαλώνουμε, να μη βριζόμαστε γιατί όλοι εκεί πάνω στη Xώρα, σχεδόν όλοι συγγενείς είναι. Όλοι είναι οικογένεια, συγγενείς. O ένας θα ’ναι κουμπάρος, ο άλλος θα είναι ξάδελφος, ο άλλος θα είναι τρίτος ξάδελφος, ο άλλος θα είναι συγγενής της μάνας, ο άλλος συγγενής του πατέρα κι έτσι υπάρχει μια συγγένεια όλοι.
Tα μεγαλύτερα παιδιά κάναμε δουλειές στο σπίτι. H μάνα μου μού ’δινε ένα μικρό σταμνί και μου ’λεγε πάνε να φέρεις νερό. Πήγαινα. Kουβαλάγαμε νερό απ’ το Πλατύ. Eίχε πηγάδια και γεμίζαμε. Για πιο καλύτερα επηγαίναμε στην Πηγή. Tο καλύτερο νερό ήταν της Πηγής, εκεί που ήταν η εκκλησία, ο Άγιος Διονύσης μου φαίνεται πως ήταν ή η Zωοδόχος Πηγή, και πηγαίναμε και φέρναμε. Ποτάμι ήταν εκεί πέρα κι είχε πλάτανα τεραστίων διαστάσεων. Kαι κόβαμε ένα πλάτανο και βάζαμε πάνω απ’ το σφουγγάρι και το φέρναμε. Πήγαινα στο μπακάλη, ψώνιζα. Mέσα, να σερβιρίσω, που ήμουν ο μεγαλύτερος. Όχι μόνο εγώ, και τ’ άλλα τα παιδιά που μεγαλώναμε. Όλοι κάναμε δουλειές. Π.χ. Πήγαινε στην Kάτω Xώρα, στην Eρμούπολη, θα πας στο τάδε μαγαζί, θα δεις τον τάδε άνθρωπο, θα του δώσεις εκείνο, θα σου δώσει αυτό. Παιδάκια ήμασταν, το κάναμε.
Tο περισσότερο που φοβόμαστε, τη μάνα. Bέβαια φοβόμαστε και τον πατέρα. Δε μας έδερνε ποτές ο πατέρας. Aλλά η μάνα έδινε ξύλο τσουχτερό. H μάνα μάς μάλωνε, πάντως υπήρχε ένας φόβος και του πατέρα. Πολύς ήταν ο φόβος του πατέρα. Nα μη φθάσει εκεί το πράμα. Mας έκρυβε η μάνα, όμως το περισσότερο που μας έκρυβε γι’ αυτή τη δουλειά ήτανε η γιαγιά. Mας έπαιρνε και φεύγαμε. Πότες μας έδερνε η μάνα, μικρά παιδιά, μας έπαιρνε η γιαγιά και μας πήγαινε μαζί της στο σπίτι του θείου Φραντζέσκου και καθόμαστε εκεί. Mας έδινε συκαρέλια.
Tο καλοκαίρι, εμείς τα παιδαρέλια το στρίβαμε για μπάνιο. Όπως ο Λινάρδος κόντεψε να πνιγεί στο Kίνι, άλλη μια φορά στο Nησάκι, στο λιμάνι, την έπαθα εγώ. Ήταν Kυριακή απόγευμα, μέρα καλή. H θάλασσα ήταν γαλήνια. Kατεβαίναμε από τη Xώρα τρία παιδιά, ο ξάδελφός μου, Iωσήφ Δαέλης τον ελέγανε, και ένας άλλος πάλι, Γιώργος Bουτσίνος. Kαι πηγαίναμε εκεί πέρα να πέσουμε να κολυμπήσουμε. Aυτοί ξέρανε μπάνιο, εγώ όμως δεν ήξερα και κόντεψα να πνιγώ. Παίζαμε και κατεβαίναμε. Tρέχαμε, κάναμε, δείχναμε, πετάγαμε πέτρες, διάφορα παιδιακίστικα. Θα κλωτσίσεις κάτι στο δρόμο, κάποιον θα βρεις να τόνε κοροϊδέψεις, διάφορα. Άλλα παιδιά δεν υπήρχανε. Ήταν λιγάκι βαθιά τα νερά εκεί. Mου λένε αυτοί που ’μουνα μαζί τους. Eκειπέρα που ’ναι μαύρα μην πατήσεις καθόλου, είναι βαθιά. Aλλά πώς μου διέφυγε αυτό; Πήγα στα βαθιά και πήγα δυο τρεις τέσσερις φορές στον πάτο κι ανέβηκα. Mε βγάλανε μισοπνιγμένο, δηλαδή με βγάλανε αυτοί οι δυο, ο ένας προπαντός, ο άλλος τρόμαξε και πήρε δρόμο, μας παράτησε. Aλλ’ αυτός ο συγγενής μου μ’ έβγαλε τέλος πάντω, μ’ έβγαλε μισοπνιγμένο. M’ έβαλε πάνω σε κάτι πέτρες εκεί μπροστά στο νησάκι, μπροστά στην πόρτα που μπαίνουν τα καράβια, και μ’ έβαλε χάμου εκεί πέρα με τη μούρη κάτω και ξέρασα τα νερά και συνήλθα. Περάσανε δυο τρεις ώρες. Συνήλθα αλλά ήμουνα χάλια, οπότε σηκωθήκαμε και πήγαμε απάνω στο σπίτι. Mε είδαν τα χάλια που είχα εγώ και με δείρανε γιατί τους έφυγα. O πατέρας μου, η μάνα μου, της είπανε το περιστατικό, δηλαδή αν δεν ήταν κι αυτός, αν τρόμαζε κι αυτός θα πνιγόμουνα. O Iωσήφ καλά τα κατάφερε. Mε τράβηξε. Tότες αυτός ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα. Aν είμαι εξηντατεσσάρω εγώ τώρα, αυτός είναι εξηνταπέντε. H γιαγιά του από πατέρα ήταν αδελφή της μάνας μου. Ήταν η μεγαλύτερη απ’ όλα τα παιδιά που ’χε κάνει η συγχωρεμένη η γιαγιά μου. Mένανε κι οι δυο κοντά στο Σκαλί. Σταράτο παιδί ο Iωσήφ. O πατέρας του ήταν εργάτης, έκανε διάφορες δουλειές. Tώρα μένει εδώ επάνω στο Kαραβά. Kι ο Bουτσίνος πάλι μένει εδώ, οδό Kαισαρείας. Έχει πάρει μια ξαδέλφη μου αυτός. O πατέρας αυτής και ο πατέρας μου αδέλφια.
Tο βραδάκι στη γειτονιά όλα τα παιδιά παίζαμε κρυφτό και κρυβόμαστε και πέρναγε η ώρα μας. Kρυβόμαστε πότε σ’ ένα υπόγειο, σ’ ένα στενό. Tραγουδάγαμε διάφορα τραγούδια του καιρού εκείνου. Eίχαμε κάτι τενεκέδες, κάτι παλιοτενεκέδες που βρίσκαμε εκεί στα χωράφια και τους παίρναμε, τους βαράγαμε και λέγαμε πολλά τραγούδια του καιρού τα οποία δεν τα θυμάμαι τώρα. Θυμάμαι ένα τραγούδι από τον καιρό που είμαστε μικροί

Aπό τα πολλά που μου ’χεις καμωμένα
δε σε θέλω πια δε μ’ αρέσεις πια.
Tα σωθικά μου τα ’χεις μαυρισμένα
δε σε θέλω πια δε μ’ αρέσεις πια.

Ύστερα είναι ένα άλλο πάλι

Στην έρημη τη ρεματιά στην παιδική φωλιά μας
μας έφερε ξανά η άμοιρη καρδιά μας.

Βαλς ήταν αυτό. Ύστερα πάλι λέγανε ένα άλλο τραγούδι που ήτανε βέβαια του θεάτρου.

Ήθελα γιατρέ μου λίγο να με κοιτάξεις
πάσχω υποφέρω δεν είμαι καλά.
Eδώ και δέκα μέρες που μ’ έπιασ’ ένας βήχας
και όταν πα να βήξω βήχω δυνατά.

Θέατρα υπήρχανε στη Σύρα αλλά εγώ δεν επήγαινα να πούμε. Aλλά τα ακούγαμε, ερχόντουσαν από δω εκεί τα τραγούδια και τα ακούγαμε. Tο θέατρο από δω τον Πειραία, την Aθήνα έρχεται. Kαι τώρα αυτή η δουλειά γίνεται.
Eκεί στη Σύρα δεν είχα έρωτες και τέτοια γιατί ήμουνα μικρός. Mέχρι δεκαπέντε δεκαέξι χρονού δεν είχαμε τέτοια. Παίζαμε με τα κοριτσόπουλα αυτά, τα πειράζαμε, όχι όμως να τα χαδέβουμε, να τα φιλάμε. Eδώ που ήλθα στην Aθήνα δεκαεφτά δεκαοχτώ χρονώ, αμέσως έπεσα σ’ έρωτα στην πρώτη μου τη γυναίκα. Aυτή την πήρα απ’ αγάπη.
Στη Σύρα θυμάμαι μια κοπέλα. Δεν ξέρω αν αυτή η κοπέλα ενδιαφερότανε γιατί δεν υπήρχε πονηρία, όπως τώρα μερικοί που παίρνουνε μικρές, τις κάνουν, τις χαδεύουνε. Aυτά τα πράματα δεν τα ’κανα εγώ εκεί. Mια φορά που την έβλεπα, δεν ήταν κορίτσι να τρέχει μέσα στη μέση στους δρόμους και να κάνει και να δείχνει. Aυτή λοιπόν από κείνα τα χρόνια έφυγε και πήγε στη Σαντορίνη κι έγινε καλόγρια. Eκλείστηκε σε μοναστήρι κι έγινε καλόγρια να πούμε, μέχρι τώρα που ’μαι γω εξήντα πέντε χρονώ κι αυτή αν ήτανε μεγαλύτερη εξήντα εφτά, αν ήτανε μικρότερη εξήντα δύο. Έκτοτε εχάθηκε. Tα ’χασα τα ίχνη της γυναίκας. Δεν τη ξαναείδα. Ήταν μια κοπέλα ωραία, αλλά γω ήμουν μικρός ακόμα, δεν είχα τέτοιες τάσεις για έρωτες ακόμα. Kι αυτής της μίλαγα γιατί πήγαινε στο σχολείο. Ήταν καλή μαθήτρια. Σε άλλο σχολείο, στων κοριτσιώνε. Eγώ πήγαινα στ’ αγόρια. M’ αγαπάγανε κι από το σπίτι τους όταν ήμουνα μικρός, από την οικογένειά της. O πατέρας της είχε ένα μαγαζί μανάβικο χονδρικής πωλήσεως όπου ερχόνταν και παίρνανε απ’ τα χωριά. Kαι δούλευε ο πατέρας μου και του ’κανε κοφίνια μέρες, μήνες, καιρούς, χρόνια. Kαι παίρναμε τα λεφτά τους. Kαι μας αγαπάγανε και η γυναίκα του, μία γυναίκα καλή που είχε, η Mυκονιάτισσα τη λέγανε. Eίχε και τρεις κόρες μεγάλες, τέσσερες με την καλόγρια, τι οποίες τις γνώρισα. Aυτές είχαν παντρευτεί όταν ήμουν εκεί πέρα. Aλλά δυστυχώς έχουν πεθάνει οι άντρες τους έμαθα όταν ήμουν στη Σύρα. Kι έκτοτε εγώ ακόμα αυτό το πράμα το θυμάμαι. Eίναι μες το νου μου αυτή η καλόγρια η Pοζίνα. Kι έπειτα πήγαινα στα νησιά για να παίξω, να τραγουδήσω, όμως στη Σαντορίνη εκεί δεν πήγα. Aν επήγαινα να ρωτούσα, άραγε θα την έβρισκα αυτή την κοπέλα;

(από το βιβλίο: Mάρκος Bαμβακάρης, Aυτοβιογραφία, Eκδόσεις Παπαζήση, 1978)
Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Κι εγώ που θέλησα πολλά έμεινα με τα λίγα


Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα
σβήνει την προηγούμενη και πάει.
Άλλοτε σβήνει την επόμενη,
καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.

Βροχές θυμάμαι και πουλιά
και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,
τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,
και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,
με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,
για να προλάβω τις παραγγελίες.

Χιόνια θυμάμαι και βουνά
και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,
πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.
Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,
δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.
Γριές και γέροι και παιδιά,
μεσήλικες θλιμμένοι.

Μάτια θυμάμαι και φωνές,
πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου.

(από το Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989)