Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Κάτι τόσο μακρινό, τόσο οικείο, χάθηκε.


Ο κυρ’ Αντώνης πέθανε. Όχι εκείνος του τραγουδιού που είχε τα μάτια καθαρά και αχτένιστα μαλλιά. Εκείνος ήταν μακρινός, μας συντρόφευε στις παιδικές φαντασιακές αναζητήσεις μας, γλυκόπικρα. Ο άλλος κυρ’ Αντώνης, αυτός που πέθανε πραγματικά πριν λίγες μέρες, δεν έγινε ποτέ θέμα τραγουδιού. Αλλά κατάφερε να μπει στη ζωή μου, όπως και στη ζωή πολλών άλλων, με τρόπο απλό, αλλά και αδήριτο.
Ο κυρ’ Αντώνης δεν είχε μαλλιά για να τα αφήνει αχτένιστα και τα μάτια του είχαν χάσει από καιρό τη λάμψη τους. Κουρασμένα βάραιναν πίσω από τα βλέφαρα, σπάνια κοιτάζοντας ψηλά, σαν να τα τραβούσε έλξη μυστική και ακαταμάχητη προς το τσιμέντο που σκέπαζε το πάτωμα του μαγαζιού του.
Γιατί ο κυρ’ Αντώνης ήταν μαγαζάτορας. Μαγαζί μια τρύπα απέναντι από το γραφείο μου πίσω από το Πάντειο. Φτιαγμένο με ..........
.τσιμεντότουβλα, με σοβάδες και μπογιά άσπρη που ξέφτιζε, χωρίς παράθυρο, μια μόνο σιδερένια πόρτα. Και μέσα όλη η παράταιρη πραμάτεια: Φρέσκο ψωμί, τυριά και σαλάμια στο ψυγείο, καφέδες, κονσέρβες στα ράφια, για ανθρώπους, σκύλους και γάτες, τσιγάρα, μπουκάλια νερό, αναψυκτικά, κρασί και ούζο, λάδια για φαγητό και λάδια αυτοκινήτων, μπαλαντέζες, λάμπες για σπίτια και αυτοκίνητα, ασφάλειες, βαλβολίνες και υγρά φρένων, γιαούρτια, καρφιά και βίδες και άλλα πολλά ανεπάντεχα που ούτε μπορούσες να φανταστείς. Ένα πραγματικό πολυκατάστημα οργανωμένο μέσα σε ελάχιστα τετραγωνικά έτοιμο να εξυπηρετήσει την αραιή αλλά σταθερή πελατεία του.
Και η πελατεία του ήταν το ίδιο ποικίλη όπως και το εμπόρευμά του. Η μαστοράντζα και οι βοηθοί των πολλών συνεργείων αυτοκινήτων τριγύρω, οι συνάδελφοι της Αριστοτέλους 29, οι φοιτητές, προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί, που αναζητούσαν καφέ και τσιγάρο, ελάχιστοι κάτοικοι της περιοχής.
Είκοσι χρόνια πρωί, μεσημέρι ως αργά το απόγευμα θυμάμαι κάθε μέρα τον κυρ’ Αντώνη να είναι στο μαγαζί, να μεταφέρει φιάλες πετρογκάζ με το αρχαίο τρίκυκλο, να λιάζεται στον ήλιο έξω από το μαγαζί στην πλαστική καρέκλα και να συζητάει με το φίλο του τον Ηρακλή, τον εκπληκτικό απόμαχο τεχνίτη των επίπλων. Είκοσι χρόνια που τον ήξερα εγώ, ποιος ξέρει πόσα προηγουμένως.
Το μαγαζί έκλεινε σταθερά μια βδομάδα τέλος της άνοιξης. Ο κυρ’ Αντώνης εξαφανιζόταν. Ήταν οι ημέρες της τιμής του και των οδυνηρών αναμνήσεων. Γιατί ο κυρ’ Αντώνης επέζησε στο Νταχάου και αυτή η βδομάδα ήταν η τιμητική πρόσκληση από τη γερμανική κυβέρνηση για τους επιζήσαντες. Μια συγγνώμη, δηλαδή, αν ποτέ αυτή είναι αρκετή.
Ο κυρ’ Αντώνης ποτέ δε μίλησε για τα πάθη του, τα κουράγια του και την τύχη του. Λίγοι γνώριζαν το μυστικό. Κι αν τον ρωτούσες, όταν γύριζε από το ετήσιο προσκύνημα στον τόπο του μαρτυρίου, έβλεπες μια συγκινημένη λάμψη στο βάθος του ματιού, που σηκωνόταν σαν σε εξαίρεση και σε κοίταζε στα μάτια, μουρμούριζε κάτι και άλλαζε κουβέντα.
Τα τελευταία χρόνια οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά. Δηλαδή πήγαιναν χειρότερα από πριν. Η περιοχή γέμισε ταχυφαγεία και καφέ, τα μαστόρια άρχισαν να πίνουν φρέντο και να τρων σάντουιτς, κι’ εμείς επίσης. Τα συνεργεία ένα-ένα κλείνουν και γίνονται αποθήκες επώνυμων ανταλλακτικών και καφέ για φοιτητές. Η υγεία του κυρ’ Αντώνη κλονίστηκε μαζί με την οικονομική υγεία του μαγαζιού. Αρρώστιες, διαβήτης, τρεις ακρωτηριασμοί σ’ ένα χρόνο, θάνατος.
Το μαγαζί μένει κλειστό. Δεν θα τον καλημερίσω άλλη φορά, δεν θ’ ακούσω από εκείνον το «καλή μέρα κυρ’ Απόστολε». Η ζωή θα κυλήσει σε πιο αποστειρωμένο περιβάλλον. Κάτι τόσο μακρινό, τόσο οικείο, χάθηκε. 
(Κείμενο του Α.Δεδουσόπουλου, "Ο Κυρ Αντώνης πέθανε")