Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

χίλιες φορές να γεννηθείς τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν

Το ποίημα του Κώστα Βάρναλη, ‘ Οι πόνοι της Παναγιάς’ ξαφνιάζει συγκινησιακά με την τρυφερότητα και την ‘άλλη’ διάσταση που δίνει στο σύμβολο Παναγιά. Οι πόνοι της, προσλαμβάνονται και νοούνται σαν πόνοι Μάνας, πόνοι γυναίκας Μάνας. Εικονογραφούνται φαντασιακά σαν γέννα, θηλασμός, προστασία, φροντίδα, ανατροφή. Δημιουργία και διδαχή ανθρώπου. Ωστόσο ο ποιητής μοιάζει να μην αρκείται σε αυτούς τους συμβολισμούς μόνο. Η Παναγιά είναι σύμβολο μεγαλύτερης ευρύτητας. Ασφαλώς εμπερικλείει πολλές άλλες έννοιες και μάλιστα διαφορετικές για κάθε άνθρωπο και ιδεολογία. Άλλες οι προβολές του θεϊστή, άλλες του μαρξιστή, που μπορεί να εικονοποιεί μια Παναγιά κόκκινη, Αντιφωνήτρια, και Λαοδηγήτρια….. Ο πολυσυμβολισμός αυτός επιβεβαιώνεται από το μεγάλο αριθμό Θεοτοκωνυμίων, ένα από τα οποία είναι και το Πλατυτέρα. Δηλώνει ότι η Παναγία είναι ευρύτερη, πλατύτερη, μπορεί να εμπερικλείει εμάς του άλλους όλους, το σύμπαν. Είναι Μήτηρ Θεού. Ψυχοδυναμικά είναι η μήτρα της ζωής, του κόσμου. Είναι ο κόσμος.
Ο μαρξιστής ποιητής ο Βάρναλης, μαχητικός επίσης δημοτικιστής σχολαστικός μάστορας της γλώσσας, προκαλεί του συνειρμούς μας βάζοντας στα χείλη της Παναγιάς τα λόγια …. ‘ χίλιες φορές να γεννηθείς’. Δεν λέει ‘ χίλιες φορές να σε γεννήσω’. Πράγμα που ευοδώνει την εικασία ότι δεν υπαινίσσεται τις ωδίνες του τοκετού ούτε και περιορίζει την αγωνία για το μεγάλωμα παιδιού στην γυναικεία αρμοδιότητα . Οι πόνοι της Παναγιάς νοούνται σαν άφυλο ανθρώπινο συναίσθημα και σαν τέτοιο ‘επιτρέπεται ’ και στον άνδρα. Στον στοργικό εκείνον άνδρα που μπορεί να προσφέρει ‘μητρική’ τρυφερότητα. Άλλωστε ο χαρακτηρισμός ‘μητρικός άνδρας’ αυτό δηλώνει. Δεν υπονοεί ανταγωνισμό η ακύρωση της γυναίκας. Ο άνδρας δεν γεννά, δεν γαλουχεί μπορεί ωστόσο να είναι ο πατέρας πελεκάνος, που αυτοτραυματίζεται μέχρι θανάτου για να σώσει με το αίμα του το παιδί του. Ξέρει να εφαρμόσει μια σωτήρια μετάγγιση…… Η αρχαγγελική φωνή του Νίκο Ξυλούρη που αποδίδει το μελοποιημένο από τον Λουκά Θάνου ποίημα είναι η ακαταμάχητη επιβεβαίωση της νοητική εικόνας του ‘μητρικού άνδρα’.
Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολικό να υποθέσουμε ότι οι πόνοι της Παναγιάς - σύμβολο ευρύτερο του φύλου, -μέσα από μια μαρξιστική ιδεολογία μπορεί να είναι ο κάθε ένας από εμάς στον αγώνα του για ένα καλλίτερο κόσμο, για ένα καλλίτερο αύριο. Να είναι η έγνοια μας για τον άλλον. Πρώτα από όλα και πάνω από όλα για το παιδί, το δικό μας, του άλλου, της γενιά που ζούμε και της γενιάς που είναι να έρθει. Να είναι η εξύψωση της διαπροσωπικής σχέσης με ηθικούς κώδικες όπως…… ‘Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις’…… να είναι ελπίδα και φιλοδοξία τρόπου ζωής …. ‘όχι σκλάβος ή προδότης’…….
Μια υπέροχη απεικόνιση της Παναγίας της Πλατυτέρας βρίσκεται στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στην Αγία Παρασκευή. Είναι μια Παναγιά με τα χέρια σε απαγωγή, υψωμένα προς τον ουρανό και το βλέμμα εστιασμένο ευθεία μπροστά. Ο Χριστός μικρό παιδάκι έχει μια ανάλογη στάση. Είναι μια Παναγιά που σαν να παρατηρεί τον χώρο και να αναρωτιέται ………. ‘Πού να σε κρύψω γιόκα μου’….. είναι μια Παναγιά πραγματικά ‘πλατυτέρα’, μας αγκαλιάζει. Οι πόνοι της είναι η δική μας γέννα της εκδοχής ενός εξιδανικευμένου εαυτού. Ελπίδα για ότι καλό μπορεί να γίνει ακόμα τώρα, -στην χαοτική εποχή μας - στον κουρασμένο τον πλανήτη μας, έστω και αν λέμε….. ‘χίλιες φορές να γεννηθείς τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν’…..
Ευτυχώς έχουμε ακόμα την ικανότητα του ψυχισμού για εξιδανίκευση, τις προβολές ‘της δικής μας Παναγιάς,’ έτσι όπως εμείς την επιλέγουμε, Θρηνούσα η Νικοποιό, μα πάντα ‘Πλατυτέρα.’ Αντέχουμε ακόμα και όταν λέμε …….‘ Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν’……. ακόμα και τότε υπάρχει ελπίδα να αντισταθούμε στον εγωκεντρισμό και στην στενοκεφαλιά μας. Εμείς πρώτοι, εμείς θα πάψουμε να είμαστε θεριά.
Κλεοπάτρα Περισσάκη από το blog της "Μανθάνων μη κάμνε"

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Μια τέτοια νύχτα πριν από χρόνια,κάποιος περπάτησε μόνος.Τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες. Κανένας δε το 'μαθε...

[Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του,
καλούς ανθρώπους και κακούς,
νυφίτσες, αλεπούδες,
μια λίμνη ως κόρην οφθαλμού και κάστρα πατημένα.
Θά 'ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,
στο χιόνι και στον άγριο καιρό, γυάλινα και μαλαματένια.
Κι όσο πήγαινε η μέρα,
σαν το βαπόρι σε καλά νερά,
είδα και μιναρέδες κι άκουσα τα μπακίρια να βελάζουν.... ]



Μια τέτοια νύχτα πριν από χρόνια,
κάποιος περπάτησε μόνος,
δεν ξέρω πόσα λασπωμένα χιλιόμετρα.
Κάποιος περπάτησε μόνος...

Νύχτα και συννεφιά, χωρίς άστρα
πήγαινε το δρόμο δρόμο.

Ξημερώματα, μπήκε στα Γιάννενα.
Στο πρώτο χάνι έφαγε και κοιμήθηκε τρία μερόνυχτα.
Ξύπνησε απ’ το χιόνι που έπεφτε μαλακά.
Στάθηκε στο παράθυρο και άκουγε τα κλαρίνα.
Και άκουγε τα κλαρίνα.
Πότε θαμπά και πότε δίπλα του.
Πότε θαμπά...
και πότε δίπλα του.
Όπως τα 'φερνε ο άνεμος!

Αχ...
Και άκουσε μετά τη φωνή πεντακάθαρη.
Από κάπου κοντά την άκουσε.
Σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν τη γυναίκα.
Κι ούτε καυγάς, ούτε τίποτα άλλο.
Χιόνιζε...
Όλη νύχτα στα Γιάννενα χιόνιζε.

Ξημερώματα, πλήρωσε ό,τι χρωστούσε και γύριζε στο χωριό του.
Στα πενήντα του θα 'τανε.
Με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες, ανύπαντρες.
Χήρος τέσσερα χρόνια.
Στα πενήντα του θα 'τανε.

Χήρος τέσσερα χρόνια.
Με τη μαύρη κάπα στις πλάτες.
Αχ, το τι χιόνι σήκωσαν.
Τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες.
Κανένας δε το 'μαθε...
Κανένας δε το 'μαθε...
Κανένας!
Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

"Saudade:το αίσθημα της μοναξιάς που γεννιέται καθώς κοιτάζεις τον απέραντο ωκεανό, ευχόμενος κάποιος να σε επισκεφτεί"


Η Σειρήνα και ο Ναυαγός ( Ραμόν Σαμπέδρο )

Η ανάρτηση αυτή γίνεται με αφορμή το θάνατο της Cesaria Evora και τις σκέψεις που αυτή τη στιγμή προσπαθούν να σπάσουντο κεφάλι μου.

Σε κάποιο μακρινό νησί ξεβράστηκε μια πληγωμένη σειρήνα,εκεί είχε πέσει έξω κι ένας τραυματισμένος ναυαγός.Τον κοίταξε και πόνεσε τόσο με τη μελαγχολία του,που βάλθηκε να χύνει δάκρυα αλμυρά θλίψης γι΄αυτόν.
Ο γερο-ναυτικός που πάντα ονειρευόταν μια σειρήνα ξανθομαλλούσα,αφρόκορμη, γλυκόματη, βλέποντάς την έτσι λυπημένη λησμόνησε για λίγο τα βάσανά του κι άρχισε να της λέει το παραμύθι μιας μικρής σειρήνας και ενός θαλασσόλυκου :
Οι σειρήνες ονειρεύονται, είπε ο ναυτικός, έρωτες στη στεριά, οι ναυτικοί ονειρεύονται, όπως οι σειρήνες, έρωτες στο πέλαγος, να ονειρεύεσαι το αδύνατο, αυτή είναι η θρησκεία των ονειροπόλων.
Για τις σειρήνες και τους ναυτικούς η ζωή είναι να ονειρεύεσαι.
Ο μύθος λέει πως όταν σειρήνα ανταμώνει ναυτικό,ο θεός της θάλασσας της απαγορεύει να μείνει
   μαζί του.Πρέπει μόνο να τον κοιτάξει, να του πάρει το νου και να συνεχίσει το δρόμο της
γιατί αν μείνει, το αλάτι της θάλασσας θα γίνει πάγος.
Λένε πως τέτοια τιμωρία σκληρή οφείλεται στο μέγα Ποσειδώνα :
το 'σκασε η αγαπημένη του μ' ένα ναυτικό που τον άκουσε να τραγουδάει.
Από τότε απαγορεύτηκε στους ναυτικούς να βλέπουν τις σειρήνες.
Κι αν εκεί που δεν το περιμένουν τις συναντήσουν,γίνεται η συνάντησή τους τιμωρία βαριά σαν
καταδίκη, αιώνια τιμωρία.
Γλυκιά σειρήνα που ήρθες πληγωμένη, μη θρηνείς για τη μελαγχολία μου. Κι όταν θα φύγεις, να μη σκέφτεσαι πως νιώθω πόνο για όλα αυτά.Μια μέρα θα γίνουμε μονάχα ύλη, και τότε, όπως στην
   αρχή,πεθαίνει ο Ποσειδώνας, λύνεται η γητειά του, και θριαμβεύει τελικά ο έρωτας.
Κι όταν στις καταιγίδες η θάλασσα αφρίζει και βρυχάται μανιασμένη,τα πλοία σέρνοντας στον πάτο της μαζί με τους ναυτικούς,είναι ο αιμοβόρος και σκληρός Ποσειδώνας που δίνει χαστούκια ζηλόφθονου εραστή γιατί μια σειρήνα κι ένας ναυτικός ξανακοιτάχτηκαν.

 Ραμόν Σαμπέδρο. Ναυτικός που έμεινε τετραπληγικός σε ηλικία εικοσιπέντε χρονών και για τα επόμενα τριάντα χρόνια διεκδίκησε το δικαίωμα στο θάνατο. Τη λύτρωση του χάρισε προφανώς κάποιος φίλος, καθώς το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν του επέτρεψε την ευθανασία.Το κείμενο είναι αντιγραφή απ΄το βιβλίο του " Η θάλασσα μέσα μου " ομώνυμο της ταινίας που ακολούθησε.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Σε τούτη την πατρίδα τί γυρεύω, με μισθοφόρους και πραιτωριανούς:αυτοί που φωνασκούν περισσότερο για χάρη της ελευθερίας είναι άπληστοι για κυριαρχία και δεσποτισμό.




Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

"Δεν έχουμε το δικαίωμα να μένουμε μόνοι στον καιρό πού ζούμε. Oι άνθρωποι μας περιμένουν, μάς αναζητάνε! Kι αν δεν μπορούμε να τους κάνουμε ευτυχισμένους, μπορούμε ωστό­σο να τους ανοίξουμε την καρδιά μας "(ένας χρόνος ακροβάτης)


Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Όμως εγώ θα ήθελα να μείνουν χνάρια από τα γέλια μου πυξίδα των απελπισμένων...(αντίο σε έναν απο τους πιο αγαπημένους μου)

"Θα παίζω να καλοπερνούν οι φίλοι του άλλου κόσμου... θα γίνει ο Άδης εξοχή και ο παράδεισός μου"

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

παίρνω την καρδιά μου, κι ένα τραγούδι συντροφιά μου


Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας.
Πάντα ο δρόμος μέσ' στα μάτια του
κ' η λάμψη απ' τη φωτιά
που καταλύει
τη νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στα χέρια του κλαδί από ελιά
γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά
αισθάνεται
πως όλα χάθηκαν.
Mην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Mην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.
Άνθη της λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσέ τον Άνοιξη
τον κλώθει ο θάνατος.

(από Τα Ποιήματα, Α΄, Ίκαρος 1993)
Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

στην υγειά μου κάτι πιες



Βράδυ Σαββάτου κι εσύ ‘σαι κάπου
άραγε πού να βρίσκεσαι για τι να λες
περνάει ο χρόνος βαρύς και μόνος
κι όλες τις σκέψεις μου για σένα δεν τις θες

Βράδυ Σαββάτου ζω στη σκιά του
και ξενυχτάω στα λιμάνια στους σταθμούς
βράδυ Σαββάτου στην ερημιά του
σου τραγουδάω πού να είσαι δεν ακούς

Άδεια η πόλη πού πήγαν όλοι
κι όλοι ‘σαι εσύ που έφυγες χωρίς να φταις
άδεια η πόλη τι γίναν όλοι
αν με θυμάσαι στην υγειά μου κάτι πιες

Βράδυ Σαββάτου κι η μοναξιά του
να με γυρίζει σαν σκυλί στις γειτονιές
βράδυ Σαββάτου κι η συννεφιά του
να με τυλίγει από παντού χωρίς να φταις
Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Ἄφησέ με νἄ΄ρθω μαζί σου.

Η σονάτα του σεληνόφωτος
του Γιάννη Ρίτσου

Ἀνοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.

Ἄφησέ με να'ρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νἄ'ρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κι ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.

Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄ΄ρθω μαζί σου.

Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος.

Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του.

Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.
Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.



Ζούσε κάποτε σε ένα βασίλειο, ένας πολύ καλός βασιλιάς με τη γυναίκα βασίλισσά του και την κορούλα τους την Πούλια, που ήταν γλυκιά και όμορφη. Μια μέρα συμφορά χτύπησε το βασίλειο καθώς η βασίλισσα έπεσε βαριά άρρωστη και τελικά πέθανε. Η Πούλια έκλαψε πολύ για τη μητέρα της, κι ο βασιλιάς δεν έβρισκε λόγια για να την ηρεμήσει. Όμως, ο χρόνος κύλισε, κι ο βασιλιάς ξαναπαντρεύτηκε. Αυτή τη φορά η γυναίκα που πήρε, αν και ήταν όμορφη, είχε κακό χαρακτήρα και ήταν ζηλιάρα. Ζήλευε λοιπόν την Πούλια και όλο έβρισκε ευκαιρία να τη μαλώνει.
Στο μεταξύ γέννησε και η ίδια της ένα παιδί, τον Αυγερινό, τον οποίο υπεραγαπούσε. Ο Αυγερινός, ήταν καλόκαρδος και δε συμφωνούσε με τη μητέρα του που μεταχειρίζονταν έτσι την αδελφή του την Πούλια. Αυτός την αγαπούσε πολύ, και προσπαθούσε να την υπερασπίζεται. Μια μέρα, η δύστροπη βασίλισσα αποφάσισε να σκοτώσει την Πούλια, για να έχει όλο το χρόνο για τον μοναχογιό της που υπεραγαπούσε. Την άκουσε που μιλούσε μόνη της ένα πουλάκι και έτρεξε να προλάβει τα κακά νέα στα δύο παιδιά. Η Πούλια άρχισε να κλαίει από τη στεναχώρια της όμως το πουλάκι της είπε πως αν κάνει αυτό που θα της πει, δεν έχει κανένα φόβο. «Την ώρα που σε λούζει και σου δένει τις κορδέλες στα μαλλιά σου, ο Αυγερινός θα έρθει και θα στις πάρει. Εσύ θα τον κυνηγήσεις τάχα για να τις πάρεις πίσω. Όταν η βασίλισσα τρέξει κι αυτή με τη σειρά της πίσω σας, φρόντισε να κρατάς στα χέρια σου μία χτένα, ένα κομμάτι σαπούνι και λίγο αλάτι. Θα τα ρίξεις με τη σειρά πίσω σου καθώς θα τρέχεις». Έτσι κι έγινε.
Η βασίλισσα πήγε να λούσει την Πούλια, ο Αυγερινός της πήρε τις κορδέλες κι εκείνη άρχισε να τρέχει πίσω του. Η βασίλισσα που τους ακολουθούσε τρέχοντας κι αυτή της έλεγε πως θα της αγοράσει καινούριες και τη φώναζε να γυρίσει πίσω, όμως τα δύο αδέλφια, πιασμένα χέρι χέρι έτρεχαν γρήγορα. Έριξαν πρώτα πίσω τους τη χτένα και έγινε ένα μεγάλο δάσος γεμάτο τσουκνίδες κι αγκάθια. Η βασίλισσα κατάφερε να το περάσει. Τότε έριξαν πίσω τους το κομμάτι το σαπούνι που μεταμορφώθηκε σε μεγάλους βράχους. Όμως η βασίλισσα κατάφερε να περάσει και τους βράχους. Τέλος έριξαν το αλάτι κι έγινε μια θάλασσα τόσο βαθειά κι απέραντη που η βασίλισσα έμεινε στην ακρογιαλιά να κοιτά πώς η Πούλια έφευγε με τον αγαπημένο της γιό.
Τα δύο αδέλφια κάθισαν λίγο να ξεκουραστούν κι ο Αυγερινός διψασμένος έσκυψε να πιει νερό από μια λακούβα που είχε κάνει η πατημασιά ενός πρόβατου. «Μην πιείς από εδώ!» του είπε η Πούλια «γιατί θα γίνεις κι εσύ πρόβατο». Ο Αυγερινός δεν την άκουσε και ήπιε. Τότε μεταμορφώθηκε σε αρνάκι. Η Πούλια προχώρησε και βρέθηκε μαζί με το αρνάκι της σε ένα βασίλειο που δεν γνώριζε. Επειδή φοβήθηκε, ανέβηκε σ' ένα δέντρο στο δάσος. Εκείνη την ώρα περνούσε το πριγκηπόπουλο και την είδε. Όσο κι αν την παρακάλεσε να κατέβει εκείνη δεν κατέβαινε με τίποτα. Ο πρίγκιπας γύρισε τότε στο παλάτι και παρακάλεσε τη σοφή μάγισσα του παλατιού να τον βοηθήσει.
Εκείνη, αφού άκουσε προσεκτικά τι είχε συμβεί, του είπε να της φέρει μία σκάφη, ένα κόσκινο, ένα σακί αλεύρι κι ένα γουρουνάκι. Τα πήρε και πήγε στο δάσος κάνοντας πως είναι μια μισότυφλη γριά. Κάθισε κάτω από το δέντρο που ήταν ανεβασμένη η Πούλια, έβαλε τη σκάφη ανάποδα, πήρε και το κόσκινο ανάποδα και άρχισε να κοσκινίζει το αλεύρι. Αυτό έπεφτε κάτω και το έτρωγε το γουρουνάκι. Η Πούλια που την είδε της φώναξε «Αλλιώς γιαγιά το κόσκινο, αλλιώς και τη σκάφη, για να μη σου τρώει το αλεύρι το γουρούνι». Εκείνη έκανε πως δεν άκουσε και συνέχισε τα ίδια. Η Πούλια της ξαναφώναξε «Αλλιώς γιαγιά το κόσκινο, αλλιώς και τη σκάφη, για να μη σου τρώει το αλεύρι το γουρούνι». Όταν είδε πως η γριά δεν την άκουγε, κατέβηκε να τη βοηθήσει. Εμφανίστηκε τότε το πριγκηπόπουλο που ήταν κρυμμένο πίσω από ένα δέντρο και την άρπαξε.
Την πήγε στο παλάτι και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Η Πούλια δέχτηκε και οι γάμοι έγιναν λαμπροί. Μόνο που στο τραπέζι σερβιρίστηκε και το αρνάκι που είχε η Πούλια μαζί της. Όταν εκείνη κατάλαβε πως η πεθερά της είχε μαγειρέψει επίτηδες το αρνάκι, στεναχωρήθηκε πάρα πολύ και μάζεψε τα κοκαλάκια του και τα έθαψε στον κήπο. Τότε, φύτρωσε μια ψηλή ροδιά που αγκάλιασε με το φύλλωμά της την Πούλια. «Από την κακιά μάνα έπεσες στην κακιά πεθερά, αδελφούλα μου» της είπε, «έλα να φύγουμε μαζί να μένουμε από δω και πέρα στον ουρανό».
Την άρπαξε λοιπόν με τα κλαδιά που άρχισαν να μακραίνουν και να μακραίνουν μέχρι που ακούμπησαν τα σύννεφα. Κι από τότε τα δύο αδέλφια, η Πούλια κι ο Αυγερινός, ζουν μαζί με τα άλλα τα αστέρια στον ουρανό και δεν μπορεί να τους πειράξει πια κανείς.
Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Ένα μανταρίνι....



Λικέρ μανταρίνι
Από την Εύη Βουτσινά

Προετοιμασία: 15΄, Αναμονή: 1 μήνας,

Υλικά (για 1-1½ λίτρο περίπου):

φλούδι από 2 ώριμα, γερά μανταρίνια, βιολογικά
1 καρφί γαρίφαλο
1 κιλό ζάχαρη
3 νεροπότηρα (900 ml) εκλεκτό τσίπουρο
3 - 4 μανταρίνια, καθαρισμένα από τα φλούδια και τρυπημένα σε αρκετά σημεία με ένα ξύλο από σουβλάκι

Διαδικασία:

Σε γυάλινο δοχείο που κλείνει ερμητικά βάζουμε το φλούδι από τα μανταρίνια, το γαρίφαλο, τη ζάχαρη και 1 ποτήρι του νερού τσίπουρο (300 ml). Ρίχνουμε και τα μανταρίνια και κλείνουμε το βάζο. Το αφήνουμε σε ζεστό μέρος, δίπλα στο καλοριφέρ λ.χ., για 1 μήνα. Τις πρώτες μέρες κουνάμε το βάζο συχνά για να διαλυθεί η ζάχαρη. Οταν περάσει ο μήνας στραγγίζουμε το υγρό, το οποίο είναι πολύ γλυκό και προσθέτουμε τσίπουρο. Θα χρειαστούν ακόμα 2 ποτήρια, δηλαδή γύρω στα 600 ml. Βέβαια, μπορείτε να το προσαρμόσετε στο γούστο σας.

(Πηγή Γαστρονόμος)
Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Ξένος κι εσύ, όπως κι οι άλλοι, κι όμως πατρίδα σου των ξένων οι καρδιές.



Πνιγμένος τόσα χρόνια κ' είσαι πάντα
μπηγμένος αχινός στον ουρανό σου.
Περνούσε χθες επάνω στο κανό σου,
άηχη των Φιλιατών η μπάντα.

Στη θάλασσα, στο χώμα θά' ταν ίδια
άσπρα τα κόκκαλά σου και γλειμμένα.
'Ολα βουβά και όλα μιλημένα,
λόγια μου λυπημένα κατοικίδια.

Το χέρι που στα φύκια σ' έχει ρίξει,
να τό' κοβα ψηλά μ' ένα δρεπάνι,
ο κόσμος σα μυλόπετρα να τρίξει,

να βγουν απ' το θεόρατο τηγάνι,
τα ψάρια του καλόγερου και πίσω
την πόρτα ανάμεσά μας να μην κλείσω.
Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

με πρώτη ευκαιρία θα κάνω ό,τι μπορώ



Δεν προλαβαίνουνε να ρθουν και τους την πέφτουνε
δεν προλαβαίνουνε να πούνε τ' όνομά τους
και τους φορτώνουν ξαφνικά όλη την τρέλα τους
και τους φορτώνουνε τα άγρια όνειρά τους
και αγριεύουνε σιγά-σιγά τα μάτια τους
και αγριεύει λίγο-λίγο η καρδιά τους

Και ο καιρός κυλάει δύσκολα κι αργά
και μεγαλώνουνε αργά με χίλια ζόρια
κρυφοκοιτάζοντας με φόβο τον πατέρα
που κάθε βράδυ τους "κλέβει" τη μαμά
ώσπου μια μέρα μεγαλώνουν ξαφνικά
θέλουν δε θέλουν μεγαλώνουν τελικά
τα φοβισμένα αγόρια, τα φοβισμένα αγόρια

Και μια ζωή χρωστάνε γενικά
και σε θεούς και σε διαβόλους
και στον κάθε κερατά
και στα παιδιά και στη γυναίκα
και στην πατρίδα προπαντώς
και φυσικά και φυσικά στ' αφεντικά
χρωστάνε σ' όλους, χρωστάνε σ' όλους γενικά...

Μητέρα, συγνώμη που δεν παντρεύτηκα εσένα
ήταν το μόνο που δε θ' άντεχε ο μπαμπάς αυτό
Πατέρα, συγνώμη που δεν έγινα σπουδαίος
κι ας μ' ήθελες τουλάχιστον πρωθυπουργό

Πατρίδα, συγνώμη που δε σκότωσα για σένα
συγνώμη που δεν πήγα στο στρατό
Πατρίδα, συγνώμη που δε σκοτώθηκα για σένα
με πρώτη ευκαιρία θα κάνω ό,τι μπορώ
με πρώτη ευκαιρία, με πρώτη ευκαιρία, με πρώτη ευκαιρία
θα κάνω ό,τι μπορώ

Αχ ψυχή μου φαντασμένη και κορμί μου μοναχό



Kι έζησα πάντα με τον εαυτό μου, σαν δυο ακροβάτες που
    μισούνται θανάσιμα
που όλη τη μέρα βρίζονται και ραδιουργούν κι ετοιμάζει το
    θάνατο ο ένας του άλλου,
μα όταν έρθει η ώρα κι ανάψουν τα φώτα και το θέατρο
    ξεχειλίσει απ' την πελώρια αναμονή
ορθοί κι οι δυο πάνω στο απέραντο, μοιραίο σκοινί
νά, που βρίσκονται κιόλας πάνω απ' το μίσος και τον κίνδυνο
    και το θαυμασμό
και τον χρόνο ― αδερφωμένοι ξαφνικά
μες στην παμμέγιστη αρετή της Tέχνης.
Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Τι με κοιτάζεις μ' αυτά τα μάτια αυτό που ζήσαμε σκοτάδι και μας πνίγει


Η Κυριακή το χειμώνα είναι η πιο βαρετή μέρα. Θα ’θελα να ξέρω αν όλα τα παιδιά του κόσμου περνούνε τόσο βαρετά, όσο η Μυρτώ κι εγώ. Το απόγευμα μάλιστα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς νωρίς, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Από το πρωί έχουμε παίξει, έχουμε τσακωθεί, ύστερα ξαναμονοιάσει, έχουμε διαβάσει ―εγώ το «Δαβίδ Κόπερφηλδ» και η Μυρτώ τον «Τζακ»― και δε μένει πια τίποτα, μα τίποτα να κάνεις.
     Ο μπαμπάς κι η μαμά, τις Κυριακές, παίζουν χαρτιά στο σπίτι του κυρίου Περικλή, που είναι διευθυντής του μπαμπά στην Τράπεζα. Η θεία Δέσποινα, η αδελφή του παππού, πάει επίσκεψη στις φίλες της κι η Σταματίνα, η υπηρέτρια, έχει έξοδο. Έτσι μένουμε τα κυριακάτικα απογεύματα στο σπίτι μόνες με τον παππού. Αν είναι καλός καιρός, ο παππούς μάς πάει περίπατο κι ύστερα, μόλις σκοτεινιάσει, γυρνάμε πίσω. Τότε αρχίζει η μεγάλη βαρεμάρα. Ο παππούς κλείνεται στο γραφείο του, με τους «αρχαίους» του. Έτσι λέμε, με την αδελφή μου τη Μυρτώ, τα βιβλία του παππού, γιατί είναι όλα αρχαία ελληνικά.
     Εμείς πάμε στην τζαμωτή βεράντα και κοιτάμε τη θάλασσα. Όταν έχει τρικυμία, τα κύματα σπάνε στους βράχους, πιτσιλάνε τα τζάμια κι έτσι όπως κυλάνε οι στάλες απάνω τους μοιάζουν με δάκρυα. Τότε είναι που συλλογιζόμαστε τις πιο θλιβερές ιστορίες. Τάχατες πως πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά ξαναπαντρεύτηκε κι ο πατριός μας είναι πιο κακός και από του Δαβίδ Κόπερφηλδ.
     Ή, πάλι, σκεφτόμαστε πως ο παππούς είναι ένας φτωχός ζητιάνος και μεις, ντυμένες κουρέλια, γυρίζουμε μαζί του μέσα στο κρύο και ζητιανεύουμε, από πόρτα σε πόρτα, ψωμί. Καθετί που συλλογιόμαστε του δίνουμε και τίτλο, λες και είναι ολόκληρο παραμύθι.
     Τούτη όμως την Κυριακή είχαμε τόσο βαρεθεί, που σαν είπα στη Μυρτώ να παίξουμε «Ο παππούς ζητιάνος», μου απάντησε πως πιο σαχλή ιστορία δεν είχαμε ξανασκεφτεί. Καθίσαμε κάμποση ώρα μουτρωμένες και ύστερα πήρε καθεμιά ένα τζαμάκι για δικό της και είπαμε, σ’ όποιο πέσουν οι πιο πολλές σταγόνες εκείνη θα κερδίσει. Επειδή όμως κέρδιζα συνέχεια εγώ, η Μυρτώ είπε πάλι πως πιο κουτό παιχνίδι δεν ξαναπαίξαμε.
     ― Δε φτιάχνουμε μια ιστορία για το καπλάνι*; έκαμα, μα το μετάνιωσα αμέσως, πριν καλοτελειώσω τη φράση μου, και μούδιασα.
     ― Σαν δεν ντρέπεσαι! Αυτό μονάχα σου λέω, αγρίεψε η Μυρτώ. Έχεις τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, που νομίζεις πως μπορείς να φτιάχνεις ιστορίες για το καπλάνι!
     Ίσως να ’χε δίκιο. Γιατί, για το καπλάνι, που είναι βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα κάτω στο μεγάλο σαλόνι, μονάχα ο ξάδελφός μας ο Νίκος ξέρει να διηγιέται. Ο Νίκος μένει στην Αθήνα και σπουδάζει χημικός στο Πανεπιστήμιο. Κάθε καλοκαίρι έρχεται στο νησί και πηγαίνει μαζί μας εξοχή. Μπορεί, βέβαια, η θεία Δέσποινα να έλεγε πως το σκότωσε το καπλάνι ο άντρας της, γιατί περνούσε κολυμπώντας από την Τουρκία και έτρωγε τα πρόβατα στο νησί ―αυτό όμως είναι ιστορία για τους μεγάλους και κανένα παιδί δεν την πιστεύει. Ο Νίκος ξέρει ένα θαυμαστό παραμύθι για το καπλάνι της βιτρίνας, που δεν τελειώνει ποτέ και κάθε καλοκαίρι το συνεχίζει.
     Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Η θάλασσα δεν ξεχώριζε μήτε τα κύματα. Μονάχα ακούγαμε ένα «παφ» και γέμιζαν ξαφνικά τα τζάμια δάκρυα. Ο δρόμος έξω ήτανε έρημος. Τότε πήγαινα να πιστέψω πως το νησί μας άδειαζε τις χειμωνιάτικες Κυριακές, οι άνθρωποι έφευγαν κάπου μακριά κι απόμενε μόνο η τζαμωτή βεράντα με μας τις δυο, που, θαρρείς, έπλεε μέσα στην αφρισμένη θάλασσα.
     ― Σαν δεν ντρέπεσαι, ξανάπε η Μυρτώ.
     Κατάλαβα πως το ’λεγε πιο πολύ για να ξαναπιάσουμε κουβέντα, έστω κι αν ήτανε για να τσακωθούμε. Κι εγώ έψαχνα αφορμή να πάω κοντά της, γιατί ήτανε πολύ σκοτεινά και φοβόμουνα. Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ...
     Ήτανε ο παππούς, που σαν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε βυζαντινή. Η Μυρτώ κι εγώ, άμα θέλαμε να κάνουμε τις σπουδαίες στ’ άλλα παιδιά, μιλούσαμε τάχα, μεταξύ μας, μια ξένη γλώσσα. Έλεγε η μια: ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ και απαντούσε η άλλη: ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ. Τότε κείνα μας ρωτούσανε: «Μα τι γλώσσα μιλάτε;» Eμείς απαντούσαμε καμαρωτά: «Δεν καταλαβαίνετε; Βυζαντινά».
     Ο παππούς ήρθε στην τζαμωτή και μας πήρε να πάμε στην τραπεζαρία. Μας έσπασε καρύδια και μας έδωσε να τα φάμε με μέλι. Όταν η Μυρτώ ζήτησε και τρίτη φορά να της γεμίσει το πιατάκι, ο παππούς τής είπε:
     ― Μυρτώ, τι προτιμάς; Κι άλλα καρύδια ή να σου διηγηθώ ένα μύθο;
     ― Φυσικά, καρύδια! απάντησε εκείνη. Αφού ο μύθος δεν τρώγεται!
     Παράξενος που είναι ο παππούς μας! Δε μοιάζει με τους παππούδες των άλλων παιδιών. Ψηλός ψηλός, περπατάει κρατώντας ένα καλάμι αντί μπαστούνι, χωρίς να καμπουριάζει καθόλου τη ράχη του. Όλοι στο νησί τον λένε «O ΣΟΦΟΣ».
     Ξέρει όλο τον Όμηρο απέξω. Ποτέ δε μας λέει παραμύθια για δράκους και βασιλιάδες, παρά μύθους για τους αρχαίους θεούς και θρύλους για τους ήρωες. Καμιά φορά πιστεύω πως ο παππούς είναι αρχαίος Έλληνας, δεν τολμώ όμως ούτε στη Μυρτώ να το πω, γιατί θα μου απαντήσει: «Σαχλαμάρες».
     ― Λοιπόν, τι θα κάνετε τώρα; ρώτησε ο παππούς, αφού τελειώσαμε με τα καρύδια.
     Εμείς δεν είπαμε τίποτα, γιατί, αν του λέγαμε πως θέλαμε να παίξουμε μαζί του τόμπολα, εκείνος θα μας απαντούσε: «Να σας πω καλύτερα ένα μύθο. Τόμπολα παίζετε και με τη Σταματίνα».
     ― Λοιπόν, θα σας πω ένα μύθο, είπε ο παππούς κι άρχισε την ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου.
     «...O Ίκαρος, με τα φτερά που του έφτιαξε ο πατέρας του ο Δαίδαλος, άρχισε να πετά σαν πουλί. Μα πέταξε τόσο ψηλά, σχεδόν κοντά στον ήλιο, κι έλιωσε το κερί που μ’ αυτό ήτανε κολλημένα τα φτερά του. Έτσι έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Γι’ αυτό το πέλαγος, όπου έπεσε, λέγεται Ικάριον...» Μέσα στο Ικάριον πέλαγος είναι το νησί μας. Τι μικρό που φαίνεται πάνω στην υδρόγειο! Σαν μία μικρή τελεία. Πέρα, τ’ άλλα νησιά, κι ύστερα ολόκληρη η Ελλάδα κι οι άλλες χώρες απέραντες.
     Τι όμορφα που θα ’ναι να βάζεις δυο φτερά στην πλάτη σου και να πετάς! Να ’ναι, ας πούμε, μια βαρετή Κυριακή κι εσύ να λες: Δε βάζω τα φτερά μου να πεταχτώ, μια στιγμή, στην Ιαπωνία ή στην Κίνα ή στην Αφρική, να δω αν τα Γιαπωνεζάκια, τα Κινεζάκια και τα Αραπάκια περνούνε κι αυτά βαρετές Κυριακές; Να δω αν παίζουνε σαν και μας κουτσό, σκοινάκι, πεντόβολα;
     ― Μπορεί στ’ αλήθεια, παππού, να πετάξει καμιά φορά ο άνθρωπος; ρώτησα.
     ― Σαχλαμάρες! πρόλαβε ν’ απαντήσει η Μυρτώ. Μα ο παππούς δεν την άφησε να συνεχίσει:
     ― Μπορεί, άμα περάσουν πενήντα, ίσως εκατό χρόνια, να γίνει κι αυτό. Τώρα έχουμε Γενάρη του 1936 και ίσως ως το Γενάρη του 1986 οι άνθρωποι να πετάνε, σαν τον Ίκαρο, κοντά στον ήλιο, χωρίς όμως να ξεκολλάνε τα φτερά τους.
     ― Ουουου, ως τότε τι να το κάνουμε, λέει η Μυρτώ. Εμείς πια θα είμαστε γριές κι έτσι κι αλλιώς δε θα μπορούμε να πετάμε.
     Ο παππούς τη μάλωσε πως είναι εγωίστρια. Αν, λέει, σκεφτόντανε έτσι όλοι, δε θα ’χε γίνει καμιά ανακάλυψη στον κόσμο. Οι επιστήμονες θα λέγανε: Γιατί να κουραζόμαστε να βρούμε τούτο ή εκείνο, αφού ώσπου να τελειοποιηθεί η εφεύρεσή μας εμείς θα είμαστε γέροι ή θα ’χουμε πεθάνει.
     ― Αλλά οι επιστήμονες, κυρία Μυρτώ, συνέχισε ο παππούς, σκέφτονται την ανθρωπότητα κι όχι τον εαυτό τους. Οι ίδιοι μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά το όνομά τους μένει αθάνατο.
     ― Θα ’θελα να γίνω εφευρέτης, λέει η Μυρτώ.
     ― Αν οι... εφευρέτες ξέρανε τόσο άσχημα την προπαίδεια, όπως εσύ, της πέταξε ο παππούς, δε θα γινότανε καμιά εφεύρεση στον κόσμο.
     Δε φανταζόμασταν πως θα τέλειωνε τόσο άσχημα η Κυριακή. Ο παππούς άρχισε να ρωτάει τη Μυρτώ το 7x7 κι εκείνη θαρρείς το έκανε επίτηδες κι όλο τα μπέρδευε. Eπέμενε μάλιστα τόσο πως 7x8 κάνει 46 ―ενώ ο παππούς έλεγε 56―, που έκανε τoν παππού να θυμώσει.
     ― Αν δε μάθεις την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά, δε θα πας ποτέ σου σε αληθινό σχολείο, είπε ο παππούς και μας έστειλε να κοιμηθούμε.
     Εγώ πηγαίνω στη δεύτερη τάξη και η Μυρτώ στην τέταρτη. Δεν πηγαίνουμε όμως σχολείο, μας κάνει ο παππούς μάθημα στο σπίτι. Κάθε χρόνο δίνουμε εξετάσεις, σαν «διδαχθείσες κατ’ οίκoν», και περνούμε τις τάξεις. Σε δημόσιο σχολείο δε θέλουν να μας στείλουν, γιατί εκεί, λέει ο παππούς, είναι τόσα παιδιά σε κάθε τάξη, που μπορεί να περάσει μισός χρόνος και να μη σε σηκώσουν για μάθημα. Είναι και το ιδιωτικό σχολείο του κυρίου Καρανάση στη γειτoνιά μας, μα αυτό, λέει ο μπαμπάς, δεν είναι για το βαλάντιό μας.
     Όταν πέσαμε πια στα κρεβάτια μας να κοιμηθούμε, άρχισε η Μυρτώ να λέει πως εγώ έφταιγα και την κατσάδιασε ο παππούς για την προπαίδεια: που ρώτησα αν θα μπορέσει στ’ αλήθεια να πετάξει ο άνθρωπος. Πού να το ’ξερα πως, για να πετάξει ο άνθρωπος, χρειάζεται κανείς να ξέρει την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά κι έτσι θα θυμότανε ο παππoύς να ρωτήσει τη Μυρτώ;
     Μπορούσε, όμως, ποτέ κυριακάτικα να πάνε όλα καλά; Αν πηγαίναμε σχολείο, θα μας άρεσε η Κυριακή, που θα μέναμε στο σπίτι. Ενώ τώρα...
     ― Αχ, να πηγαίναμε σχολείο! λέω δυνατά.
     Μα η Μυρτώ έχει κουκουλωθεί από το κεφάλι και κάνει πως δεν ακούει. Τότε είπα ακόμα πιο δυνατά:
     ― EΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
     ― ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησε εκείνη πεισμωμένα, κάτω από τα σκεπάσματα.
     Αυτά δεν ήτανε βυζαντινά, αλλά μια δική μας γλώσσα, που μόνο οι δυο μας την καταλαβαίναμε. EΥ-ΠO θα πει: πολύ ευχαριστημένη. ΛΥ-ΠO: πολύ λυπημένη. Αν δεν το ρωτούσαμε κάθε βράδυ η μια στην άλλη, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Δεν ξέρω γιατί τις Κυριακές σχεδόν πάντα απαντούσαμε: ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠO.
     Να ’χα τώρα φτερά σαν του Ίκαρου, θα μπορούσα να πέταγα από χώρα σε χώρα και να ρώταγα όλα τα παιδιά του κόσμου: EΥ-ΠΟ; Λ Υ-ΠΟ;


* καπλάνι: η τίγρη.
Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Η νύχτα προχωράει, αναρωτιέμαι αν έχεις καταφέρει να κοιμηθείς



Σκέψεις Μιας Νύχτας Με Βροχή  (Από το blog "Νυχτερινή Πένα")
Η βροχή πέφτει έξω από πολύ ώρα. Δεν είναι η βροχή που μου αρέσει, εκείνη η άγρια καταιγίδα με το νερό να πέφτει σαν καταρράκτης από τα ουράνια και να συνοδεύεται από τα εκκωφαντικά μπάσα της βροντής και τις τρομερές όσο και φαντασμαγορικές ηλεκτρικές εκκενώσεις της αστραπής. Είναι αντιθέτως μια ήσυχη, απαλή βροχή από εκείνη που οι παλιοί έλεγαν ποτιστική γιατί πέφτει σιγά και το χώμα την απορροφά προς όφελος των φυτών. Αυτή η βροχή πέφτει αθόρυβα σχεδόν με το μουρμουρητό του νερού να ακούγεται μόνο, απαλό, ήσυχο, ένας ήχος που γαληνεύει.
Κάθομαι στο γραφείο μου, μόνο το επιτραπέζιο φωτιστικό είναι αναμμένο και δίνει έναν κύκλο από ζεστό φως. Κοιτάω τη λευκή κόλλα μπροστά μου καθώς το μυαλό μου περιπλανιέται σε σκέψεις γεμάτες στίχους αλλά και γεμάτες από εσένα. Το βλέμμα μου περιπλανιέται στα βιβλία μου και στις σημειώσεις των μυθιστορημάτων μου, απέναντί μου ο χάρτης του φανταστικού κόσμου που δημιούργησα με καλεί να βυθιστώ στη μαγεία του και στην απόλαυση της συγγραφής αλλά η σκέψη μου είναι σε' σενα.
Πιάνω το στυλό. Στην αρχή χαράζω μερικές γραμμές στο λευκό χαρτί, αφηρημένα, λες και χρειάζεται να ξεμουδιάσει πριν αρχίσω να γράφω. Μερικοί στίχοι έχουν μορφοποιηθεί στο μυαλό μου, τους αποτυπώνω στο χαρτί.
Κοιμίσου γλυκά
και μη λυπάσαι,
όλα θα περάσουν καλή μου
μη φοβάσαι.
Στίχοι που αναφέρονται σε' σενα. Είσαι μια συχνή παρουσία στη σκέψη μου και μου αρέσει γιατί είναι μια γλυκιά, τρυφερή σκέψη. Μια σκέψη που με συντροφεύει σε δύσκολες ώρες, μια σκέψη που με κάνει πιο ανθρώπινο και δεκτικό στους άλλους. Μια σκέψη που δεν μου κάνει κακό, ποτέ μην το πιστέψεις.
Όνειρα γλυκά ας σε συντροφεύσουν
να σε ταξιδέψουν και να σε μαγέψουν
όμορφη παρέα να σου κρατήσουν
ως που το πρωί του ήλιου οι ακτίνες να σε ξυπνήσουν.
Η νύχτα προχωράει, αναρωτιέμαι αν έχεις καταφέρει να κοιμηθείς. Ξέρω πόσα πολλά σε απασχολούν και πως στην ησυχία της νύχτας όλα δείχνουν ακόμα πιο δύσκολα και ακατόρθωτα. Αλλά ελπίζω να κατάφερες να κοιμηθείς, το χρειάζεσαι τόσο. Ελπίζω ότι πήρες το αρκουδάκι σου και αποκοιμήθηκες, ξένοιαστη έστω και για λίγο. Κοιμήσου λοιπόν ήρεμη και ήσυχη ως το πρωί και τίποτα ας μη σε ενοχλήσει ως που θα σε ξυπνήσει το γλυκό φιλί του ήλιου στο πρόσωπό σου.
Καληνύχτα.

σαν ξυπνήσεις το πρωί δε θα 'μαι εδώ


Δεν υπάρχει ζωή στον Άρη
δεν υπάρχουν μετά θάνατον λεφτά
το δικό μου φτωχό φεγγάρι λέει
θα 'μαι κι αύριο εδώ παρόλ' αυτά

Δεν υπάρχει Ζυγός στον Ταύρο
δεν υπάρχει Αφροδίτη στο Σκορπιό
το σκοτάδι μου που είναι μαύρο λέει
σαν ξυπνήσεις το πρωί δε θα 'μαι εδώ

Δεν υπάρχει ρομάντζο ή τρόμος
δεν μας έμεινε άλλο σινεμά

Μόνο αυτός ο φιδίσιος δρόμος λέει
δεν αρχίζω δεν τελειώνω πουθενά
Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

θα σε βρω όταν θα χω μάτια να σε δω



Θ΄ αλλάξω ζωή όνομα και πατρίδα
απ΄ την αρχή θ΄ αρχίσω την παρτίδα
Στη διαδρομή το παρελθόν σκορπάω
μια μουσική καινούργια σου χρωστάω

Μην τρομάξεις αν χαθώ
μη με ψάξεις, θα σε βρω εγώ
μη με ψάξεις, θα σε βρω
όταν θα χω μάτια να σε δω
μην ψάξεις
μην τρομάξεις
θα σε βρω εγώ

Κάνε μια ευχή να μη χαθώ όπου πάω
μια προσευχή να μάθω τι ζητάω
Στη διαδρομή θα σβήσω ό,τι ξέρω
μια μουσική καινούργια θα σου φέρω
Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

για μας ο κόσμος δεν τελειώνει για μας ο κόσμος αρχινά



Ο Τελευταίος Σταθμός

λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη.
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χα-
ράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι.
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
τη Συρία.
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής πού ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θά ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους.
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο.
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν.
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι.
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και νά ΄θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν.
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες.
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει.
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε¼»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

του μικρού θανάτου μου η θηλιά


Κόκκινο θολό φεγγάρι
σαν τα όνειρα μας ξενυχτάς
κι απ' τις φυλακές αυτού του κόσμου
γύρω στα μεσάνυχτα το σκας
ρίχνεις μέσα στ' άδεια μας ποτήρια
του ουρανού το αίμα και το φως
και φταίει εκείνη η ανταύγεια σου η μυστήρια
που είμαι για τα πάντα ικανός

Κόκκινο θολό φεγγάρι
πίνω απ' τη σιωπή σου μια γουλιά
σαν καυτό σφηνάκι να με πάρει
μέσα από του φόβου τη φωλιά
μέσα απ' τα κομμάτια αυτής της πόλης
που κύλησαν στα πόδια σου μπροστά
και στο μεταξωτό της το φουστάνι πιάστηκε η τύχη μου γερά

Κόκκινο θολό φεγγάρι
πάρε με μαζί σου να χαρείς
μέσα στο κελί μου έχω σαλτάρει
σαν απόκληρος της διαφυγής
αχ και να μπορούσα έστω για λίγο
να σε μοιραστώ από μακρυά
θα 'χε χαλαρώσει αυτός ο κόμπος
του μικρού θανάτου μου η θηλιά

Κόκκινο θολό φεγγάρι
σαν τα όνειρά μας ξενυχτάς
κι απ' τις φυλακές αυτού του κόσμου
γύρω στα μεσάνυχτα το σκας
κι έτσι ματωμένο ταξιδεύεις
σαν χαρταετός χωρίς κλωστή
είσαι εσύ του χρόνου ο καθρέφτης
τίποτα κι αιώνιο μαζί
Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

να σταματήσω το χρόνο το ψεύτη τον κανονικό

Λένε πως είσαι πιο όμορφη απ' ότι ήσουν
πως είσαι ότι θα 'θελαν όλοι να ζήσουν
πως βρήκες το νόημα που 'χασα εγώ
Λένε πως τα μαλλιά σου αλλάξανε χρώμα
το σώμα σου άρωμα κι έλεγα ακόμα
πως έφυγε και το παλιό σου κενό
Τι είναι αυτό που δεν μπορούσα
όταν ήσουνα δίπλα μου να σου χαρίσω
το άγριο ξημέρωμα να σταματήσω
το χρόνο το ψεύτη τον κανονικό
όταν ήσουνα δίπλα μου να ξεκινήσω
το άγριο ξημέρωμα να σταματήσω
το χρόνο το ψεύτη τον κανονικό
Λένε πως είσαι κάπου που όλοι χορεύουν
φωτογραφίζουν και δημοσιεύουν
που δεν έχουνε χτες και δεν έχουν καιρό
Ανεβαίνεις τα κτήρια σαν τους αγγέλους
και ψάλλεις χαρούμενους τίτλους του τέλους
αυτού που δεν έχω προλάβει να δω
Τι είναι αυτό που δεν μπορούσα
όταν ήσουνα δίπλα μου να σου χαρίσω
το άγριο ξημέρωμα να σταματήσω
το χρόνο το ψεύτη τον κανονικό
όταν ήσουνα δίπλα μου να ξεκινήσω
το άγριο ξημέρωμα να σταματήσω
το χρόνο το ψεύτη τον κανονικό
Λένε πως οι γυναίκες προδίδουν τους άντρες
για ολίγην ασφάλεια τις λένε Κασσάνδρες
μακάρι να ήτανε τόσο απλό
Κάποιες μέρες η αγάπη μας δείχνει το δρόμο
κοιτάει λίγο πίσω σηκώνει τον ωμό
και χάνεται ενώ εσύ ρωτάς το κενό
Τι είναι αυτό που δεν μπορούσα
όταν ήσουνα δίπλα μου και λίγο ζούσα
και νόμιζα πως δε θα ξαναγυρνούσα
στο χρόνο το ψεύτη τον κανονικό
όταν ήσουνα δίπλα μου και σ' αγαπούσα
και νόμιζα πως δε θα ξαναγυρνούσα
στο χρόνο το ψεύτη τον κανονικό
Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

don't turn your back on my heart, you can easily pick out the fakes



Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;
Πέντε έξι βάρκες κυλούσανε στη Μικρή Πρέσπα. Σκοτάδι πίσσα. Κάποιο καθυστερημένο πολυβόλο μιλούσε για θάνατο μέσα στη νύχτα.Δεν τους ένοιαζε που κάνανε φασαρία, που χτυπούσανε τα κουπιά στο νερό. Ήταν και τα βογκητά, που δεν μπορούσαν να τα σταματήσουν. Ήταν κι από κάποια ξαφνική φωνή, ουρλιαχτό, γυναίκα ή άντρας. Γεμάτες οι βάρκες τραυματίες.
Στη βάρκα του Λίνου τέσσερις λαβωμένοι κι ανάμεσα τους η Βάσω, πιο βαριά.
Η Βάσω!... Ψηλή, ξανθιά, όμορφη κι όλο γελούσε. Για να δεις πράγματα: γελούσε! Φλερτάριζε κιόλας κι ας είχε ανάπηρο σύντροφο. Φλερτάριζε, που γελούσε, δηλαδή... Αυτή ήταν όλη κι όλη η αμαρτία της.Στη Γιουγκοσλαβία, στο χωριό Μπούλκες όπου είχαν συγκεντρωθεί οι πολιτικοί πρόσφυγες το 1945, της κάνανε κριτική για τη στάση της εκείνη κι η Βάσω σηκωνότανε κι έκανε αυτοκριτική με το κεφάλι σκυφτό, τέτοια αυτοκριτική που έλεγες πως δε θα σκάσει ποτέ πια το χείλι της! Η πονηρή! Τα πράσινα μάτια της είχαν μια ειρωνεία που έσφαζε.
Τώρα τραυματισμένη στη βάρκα από τη μάχη στο Μαλιμάδι. Και παντού, σ' όλες τις βάρκες κοπελιές λαβωμένες. Ήταν από ένα τάγμα όλο κορίτσια δεκαοχτώ με είκοσι πέντε χρονών. Και πολλές από τη Νάουσα που 'χαν ανέβει στο βουνό μετά την αντάρτικη επίθεση. Να, μια από αυτές τις κοπέλες ή δεν ήξερε πως όταν ρίξει με το πάτζερ πρέπει να κοιτάξει πίσω της να δει αν υπάρχει εμπόδιο, ή τρόμαξε και βιάστηκε να πατήσει τη σκανδάλη... Αν γίνει αυτό, μπορεί να χτυπηθείς εσύ ο ίδιος, ή να σκοτώσεις κανένα από τους δικούς σου, γιατί αν τα αέρια βρούνε εμπόδιο γυρνάνε πίσω σαν λάβα και σε καίνε.
Μια φωτοβολίδα άστραψε ξαφνικά πάνω από τα κεφάλια τους και του Λίνου του φάνηκε πως τα μάτια της Βάσως γελούσαν. Ειρωνικά.
«Αν σου πω σ' αγαπώ, τι θα κάνεις;»
Ο Λίνος έσκυψε πάνω της, στο σκοτάδι.
«Βάσω!...»
Γύρισε τα μάτια της και τον κοίταξε. Τον αναγνώρισε;
«Θα γίνεις καλά, θα δεις...»
Σαχλαμάρες!... Τι, θα γίνει καλά...
Η Βάσω είχε καρφώσει τα μάτια της πάνω του, αλλά σα να μην τον έβλεπε, σα να κοίταγε κάπου πέρα, ή κάπου πριν...
Εκεί, στο Μπούλκες παίζανε τα «γράμματα». Να, είναι ένα παιχνίδι που γράφεις μόνο το πρώτο γράμμα μιας φράσης και τα όμοιά του, και αντί για τ' άλλα βάζεις παύλες και ο συμπαίχτης πρέπει να μαντέψει ποια είναι τ' άλλα γράμματα και τι λέει η φράση.
Στο παιχνίδι η Βάσω έβαζε και φράσεις ερωτικές!
«Α- ... -α-α ... -α-α...».
Ο Λίνος το 'χε βρει: «αν σου πω σ' αγαπώ τι θα κάνεις;»
Γίνονται, τώρα, τέτοια πράματα στο Μπούλκες; Ξεσπιτωμένοι, προδομένοι, πικραμένοι, ξεριζωμένοι κι η Βάσω με τις αγάπες!
Άστραψε κάπου πιο κοντά μια φωτοβολίδα κι είδε το πρόσωπό της. Την είχαν κάψει τα αέρια από το πάτζερ της Ναουσιώτισσας. Του φάνηκε σαν εφιάλτης, θεέ μου, τι πρόσωπο!...
Κάποιος από τους τραυματίες βόγκηξε μέσα στη βάρκα. Ο άλλος δεν ακουγότανε καθόλου. Ο σύντροφός του τράβαγε κουπί, χωρίς να προσέχει να μην κάνει θόρυβο. Πότε - πότε καμιά ριπή πολυβόλου γάζωνε το μαύρο πανί της λίμνης, στα τυφλά. Βγήκε ξαφνικά και το φεγγάρι, που καλύτερα να μην έβγαινε, γιατί τώρα έβλεπε καθαρά το πρόσωπο της Βάσως. Εκείνη γύρισε τα μάτια της κατά πάνω του και ψιθύρισε.
«Αν σου πω σ' αγαπώ, τι θα κάνεις;»
«Θα γίνεις καλά, Βάσω!...»
Εκείνη γύρισε αργά - αργά το κεφάλι και κοίταξε το νερό. Μαύρο. `Η κόκκινο;
«Να προσέχω», σκέφτηκε ο Λίνος. «Να προσέχω μη μου πέσει στο νερό!»
Μα η Βάσω είχε μια μικρή «μπερέτα».
Την είδε να βγάζει την «μπερέτα» ή δεν την είδε; Άκουσε τον πυροβολισμό ή δεν τον άκουσε ο Λίνος; Δε θυμάται. Δεν μπορεί να το πει με σιγουριά.
Ήταν, λέει, σαν να κοιμότανε κι έβλεπε όνειρο κι ήταν η Βάσω στο όνειρό του, η Βάσω όχι η τοτινή αλλά αυτή, η παραμορφωμένη που σταύρωνε τα χέρια της και τον παρακαλούσε:
«Αν θελήσω να σκοτωθώ μη μ' εμποδίσεις! Καταλαβαίνεις και μόνος σου, Λίνο, πως δεν μπορώ να ζήσω έτσι. Σ' εξορκίζω στην αγάπη που δεν αγαπηθήκαμε, στη χαρά που δε χαρήκαμε, στη νίκη που δε νικήσαμε, σ' εξορκίζω Λίνο, μη μ' εμποδίσεις! Σ' αυτά που χάσαμε και σ' αυτά που περιμένουμε, μη μ' εμποδίσεις!»
Σαν σε όνειρο....
Δεν ήταν σίγουρος αν είδε το χέρι της, αν είδε εκείνο το μαυριδερό πράμα κοντά στην καρδιά της, αν άκουσε τον πυροβολισμό. Συνήλθε από τη φωνή του συντρόφου του που τράβαγε κουπί:
«Ε, Λίνο! Τι κάνεις; Δεν την είδες που αυτοκτόνησε;»
Ο Λίνος κοίταξε το σύντροφό του και ψιθύρισε:
«Αν σου πω σ' αγαπώ, τι θα κάνεις;»
«Να πάρει η οργή», αγανάχτησε ο άλλος. «Τι σας φέρνουνε εδώ, αφού έχετε αδύνατα νεύρα; Πρόσεχε τους άλλους, μην έχουμε τα ίδια. Πρέπει ν' τους πάμε στο ορεινό χειρουργείο, θέλεις, δηλαδή, να φάμε κατσάδα;»
Οι βάρκες, γεμάτες τραυματίες κυλούσαν, βαριές στη Μικρή Πρέσπα...
«Ρε Στάθη, εσύ είσαι;» ακουγότανε η φωνή του σαν λυγμός.
... Αυτά, όταν είχε ησυχία...

1951 Από τη συλλογή «Φιμωμένο φως»

κάλιο να λείπει η αγάπη σου κι εσύ




Η Ιστορία του Ελληνικού καφέ
Επειδή όπως λένε πολλοί θαμώνες του καφενείου , ο καλός ο καφετζής στον ελληνικό φαίνεται, Ελληνικός καφές είναι η ονομασία που αποδίδεται στον Τούρκικο καφέ Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων και της Βόρειας Αφρικής. από τους Έλληνες και πίνεται περισσότερο από κάθε άλλο είδος καφέ σε πολλές περιοχές της ανατολικής

Ονομασία
Ο καφές αυτός ονομάζεται με διάφορους τρόπους, ανάλογα με την χώρα. Στις χώρες που δεν καταναλώνεται αρκετά είναι γνωστός ως "Τουρκικός καφές", όπως και στην Τουρκία.
Στην Ελλάδα, παλιότερα ήταν αποκλειστικά γνωστός επίσης με αυτό το όνομα. Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η ονομασία άλλαξε σε "ελληνικός καφές". Η αλλαγή αυτή ξεκίνησε για διαφημιστικούς λόγους και προωθήθηκε από μεγάλη ελληνική εταιρεία επεξεργασίας καφέ.
Ο καφές αυτός συναντάται ακόμα με τις ονομασίες "Αρμένικος καφές" (στην Αρμενία), "Αραβικός καφές", ή "Μεσανατολικός καφές". Στις χώρες των Βαλκανίων ονομάζεται συνήθως "τουρκικός", ή "ελληνικός" (τα τελευταία χρόνια) ενώ στην Κύπρο καλείται "κυπριακός".

Παρασκευή
Παραδοσιακά χειροποίητα σύνεργα παρασκευής ελληνικού καφέ. (θήκη καφέ - ζάχαρης, αναδευτήρι, κουταλάκι και μπρίκι

Βασικό εργαλείο της παρασκευής του ελληνικού καφέ είναι το λεγόμενο μπρίκι, μέσα στο οποίο πρέπει να βράσει(σχεδόν) το μίγμα του νερού (75ml), με τον καφέ και τη ζάχαρη που ανακατεύουμε στην αρχή με το αναδευτήρι ή το κουταλάκι.
Επίσης χαρακτηριστικό είναι και το καϊμάκι, ένας πηχτός αφρός που δημιουργείται κατά την βράση του καφέ. Η παρασκευή του ελληνικού καφέ θεωρείται επιτυχημένη όταν το καϊμάκι διατηρείται κατά το σερβίρισμά του. Σερβίρεται σε φλυτζάνι μικρό ή χοντρό (του καφέ), αργα, κατά τις ακόλουθες ονομασίες παρασκευής:

* Σκέτος (75 ml νερό + 1 κουταλάκι καφέ)
* Μέτριος (75 ml νερό + 1 κουταλ. καφέ + 1 κουταλ. ζάχαρη)
* Γλυκός (75 ml νερό + 1 κουτ. καφέ και 2 κουτ. ζάχαρη).

Άλλες ονομασίες όπως "βαρύ γλυκός", ή "πολλά βαρύς" ή "βαρύ γλυκός και όχι", αφορούν την επιτυχία στο καϊμάκι με ανεβοκατέβασμα του μπρικιού όταν σερβίρεται στο φλυτζάνι συνήθως χοντρό.

* Όταν τοποθετούμε το μπρίκι στη χόβολη σκεπάζουμε αυτό μέχρι τη μέση τραβώντας με το κουταλάκι τη χόβολη γύρω του. Όταν ο καφές αρχίζει και φουσκώνει είναι έτοιμος για σερβίρισμα.

* Στο διπλό καφέ οι δοσολογίες απλά διπλασιάζονται.

Προέλευση
Η παρασκευή του καφέ με αυτόν τον τρόπο, χωρίς φιλτράρισμα, προέρχεται σχεδόν σίγουρα από τον αραβικό κόσμο. Στην Ελλάδα ήρθε μέσω των Τούρκων, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με την παράδοση οι πρώτοι που παρασκεύασαν τέτοιου είδους καφέ ήταν οι Βεδουίνοι της Μέσης Ανατολής οι οποίοι έβαζαν την χύτρα του καφέ πάνω στην άμμο που κάλυπτε την στάχτη και τα κάρβουνα για να τα κρατήσει ζωντανά. Γι' αυτό υπάρχει και η παράδοση να ψήνεται ο καφές πάνω σε άμμο (στη χόβολη) στα παλαιομοδίτικα καφενεία. Η διαδοσή του στα Βαλκάνια πρέπει να είναι -σχεδόν σίγουρα- απόρροια της εμπορικής ακμής του λιμανιού της Υεμένης απ'όπου πρέπει να έφθασε και στον Ελλαδικό χώρο.
Η παρουσία του πρέπει να θεωρείται μακρά, από πολύ παλιά στην περιοχή, αφού στις αφηγήσεις για την άλωση της Κωνσταντινούπολης διαφοροι χρονικογράφοι αναφέρουν ότι η "Πόλις" είχε περί τα 300 με 500 καφενεία.